Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλάνθαστος -η -ο [alánθastos] Ε5 : αλάθευτος. ANT λανθασμένος, εσφαλμένος. α. που δεν περιέχει λάθη: ~ λογαριασμός. Aλάνθαστοι υπολογισμοί. Aλάνθαστο γραπτό. β. που δεν κάνει λάθη· αλάθητοςα: Aλάνθαστη μέθοδος. Kανείς δεν είναι ~.
αλάνθαστα ΕΠIΡΡ χωρίς λάθος: Οι αριθμομνήμονες εκτελούν ~ δύσκολες αριθμητικές πράξεις. [μσν. αλάθαστος < α- 1 λαθασ- (λαθάνω < αρχ. λανθάνω με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ], πρβ. και μσν. λαθασμός `λήθη΄) -τος και λόγ. επίδρ. με βάση το ενεστ. θ. του αρχ. λανθάνω (μορφολογικά σφαλερή δημιουργία, σύγκρ. και λανθασμένος)]
- αφιλανθρωπία η [afilanθropía] Ο25 : έλλειψη φιλανθρωπίας, φιλάνθρωπων συναισθημάτων.
[λόγ. < αρχ. ἀφιλανθρωπία]
- αφιλάνθρωπος -η -ο [afilánθropos] Ε5 : που δεν έχει φιλάνθρωπα συναισθήματα, που τον χαρακτηρίζει έλλειψη φιλάνθρωπων συναισθημάτων, αφιλανθρωπία.
[λόγ. < ελνστ. ἀφιλάνθρωπος]
- λανθάνω [lanθáno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) δε γίνομαι άμεσα αντιληπτός, δεν εκδηλώνομαι φανερά, υπάρχω κρυμμένος: Στη σημερινή φάση λανθάνει ο κίνδυνος του πυρηνικού πολέμου.
[λόγ. < αρχ. λανθάνω `ξεφεύγω την προσοχή, ξεχνώ΄]
- λανθάνων -ουσα -ον [lanθánon] Ε12 : 1. που κάνει λάθος. (γνωμ.) (η) λανθάνουσα γλώσσα λέει (πάντα) την αλήθεια / (απαρχ.) γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει, όταν κάποιος ομολογεί, χωρίς να το θέλει, την αλήθεια, κάνοντας γλωσσικό σφάλμα. 2. (επιστ.) για κτ. που δεν είναι εμφανές, ορατό: Λανθάνουσα λοίμωξη. Λανθάνουσα εικόνα. Οι λειτουργίες των ζώων που βρίσκονται σε χειμερία νάρκη είναι σε λανθάνουσα κατάσταση. Λανθάνουσα νόσος, που δεν εκδηλώνει εμφανή συμπτώματα.
[λόγ. < αρχ. λανθάνων μεε. του λανθάνω (δες λ.), 1: με βάση τη σημ. της λ. λάθος· 2: σημδ. γαλλ. latent]
- λανθασμένος -η -ο [lanθazménos] Ε3 : που έχει λάθη, σφάλματα, που δεν είναι σωστός: Λανθασμένοι λογαριασμοί / υπολογισμοί / χειρισμοί. Λανθασμένες ενέργειες / κινήσεις.
λανθασμένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. μππ. του ρ. λανθάνω (μορφολογικά σφαλερή δημιουργία με βάση το ενεστ. θ., αρχ. μππ.: λεληθώς, σύγκρ. και αλάνθαστος) μτφρδ. του νεοελλ. λαθεμένος]
- ξυλάνθρακας ο [ksilánθrakas] Ο5 : (λόγ.) ξυλοκάρβουνο.
[λόγ. ξυλ(ο)- + άνθραξ > άνθρακας μτφρδ. γαλλ. charbon de bois]
- ολάνθιστος -η -ο [olánθistos] Ε5 : (λογοτ.) γεμάτος λουλούδια: Ολάνθιστες πασχαλιές. Ολάνθιστοι κήποι / μπαχτσέδες.
[λόγ. ολ(ο)- + ανθισ- (ανθίζω) -τος]
- υπολανθάνω [ipolanθáno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) διαφεύγω την προσοχή, υπάρχω χωρίς να γίνομαι φανερός.
[λόγ. < ελνστ. ὑπολανθάνω]
- φιλανθής -ής -ές [filanθís] Ε10 : που αγαπάει, που του αρέσουν τα λουλούδια.
[λόγ. < ελνστ. φιλανθής]



