Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %κός
277 εγγραφές [191 - 200]
ποδίσκος ο [poδískos] Ο18 : (βοτ.) ο βλαστός, ο μίσχος που φέρει τα άνθη ενός φυτού.

[λόγ. < ελνστ. ποδίσκος (υποκορ. του αρχ. πούς) σημδ. γαλλ. pédoncule]

πολιτικός ο [politikós] Ο17 θηλ. πολιτικός [politikós] Ο34 : αυτός που η κύρια ή η μοναδική του απασχόληση είναι η πολιτική (στις σημ. 4, 5): Οι γελοιογράφοι σατιρίζουν συχνά τους πολιτικούς. Mεγάλα τμήματα του λαού έχασαν την εμπιστοσύνη τους στους πολιτικούς. Άφησε τη δικηγορία και κάνει καριέρα ως ~.

[λόγ. < αρχ. πολιτικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

πολύτοκος -η -ο [polítokos] Ε5 & πολυτόκος -ος -ο [politókos] Ε14 : που γεννάει πολλές φορές ή πολλά νεογνά: Πολύτοκα ζώα.

[λόγ. < αρχ. πολυτόκος και μετακ. τόνου κατά τα άλλα σύνθ.]

πομακικός -ή -ό [pomakikós] Ε1 & πομάκικος -η -ο [pomákikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Πομάκους ή προέρχεται από αυτούς: Πομακικά χωριά. Πομακική γλώσσα. || (ως ουσ.) η πομακική, τα πομακικά, τα πομάκικα, η πομακική γλώσσα. πομακικά & πομάκικα ΕΠIΡΡ σε πομακική γλώσσα.

[λόγ. Πομάκ(ος) -ικός < βουλγ. Ρomak -ος· πομακ(ικός) -ικος]

ποντικός ο [pondikós] Ο17 θηλ. ποντικίνα [pondiína] Ο26 : 1. το ποντίκι 1. ΦΡ πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα*. ΠAΡ Ο ~ στην τρύπα δε χωρεί και κολοκύθια κουβαλεί, για όσους αναλαμβάνουν υποχρεώσεις ή κάνουν ενέργειες που ξεπερνούν τις δυνάμεις τους. 2. (μτφ.) διαρρήκτης: Συνελήφθη ~ των ξενοδοχείων.

[μσν. ποντικός < αρχ. Ποντικός μῦς `ένα είδος νυφίτσας΄ (μῦς: `ποντικός΄, Ποντικός `από τον Πόντο, τη Mαύρη Θάλασσα΄)· ποντικ(ός) -ίνα]

πορνοβοσκός ο [pornovoskós] Ο17 : (λόγ.) μαστροπός, προαγωγός.

[λόγ. < αρχ. πορνοβοσκός]

προβοκατόρικος -η -ο [provokatórikos] Ε5 & προβοκατορικός -ή -ό [provokatorikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε προβοκάτορα, σκόπιμα προκλητικός: Προβοκατόρικη συμπεριφορά / στάση / ενέργεια. Γράφτηκαν στους τοίχους προβοκατόρικα συνθήματα. προβοκατόρικα ΕΠIΡΡ.

[προβοκάτορ(ας) -ικος· λόγ. προβοκατορ- (δες προβοκάτορας) -ικός]

πρωτοτόκος -ος / -α -ο [prototókos] Ε14 : (λόγ., για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) που γεννά για πρώτη φορά. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. πρωτοτόκος]

πυόκοκκος ο [piókokos] Ο19 : (ιατρ.) γενική ονομασία των πυογόνων μικροοργανισμών.

[λόγ. < νλατ. pyococcus < pyo- < αρχ. πύο(ν) + coccus < αρχ. κόκκος]

πυργίσκος ο [pirjískos] Ο18 : 1. μικρός πύργος. 2. ονομασία κλειστού χώρου σε πολεμικό πλοίο, άρμα μάχης κτλ. διαμορφωμένου έτσι, ώστε να έχει ευρύ οπτικό πεδίο.

[λόγ.: 1: ελνστ. πυργίσκος· 2: σημδ. αγγλ. turret]

< Προηγούμενο   1... 18 19 [20] 21 22 ...28   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες