Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 277 εγγραφές [181 - 190] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάροικος ο [párikos] Ο19 : αυτός που είναι μόνιμα εγκατεστημένος σε μία ξένη χώρα, χωρίς να έχει σ΄ αυτήν πολιτικά δικαιώματα.
[λόγ. < ελνστ. πάροικος `που μένει προσωρινά σε ξένη χώρα΄, αρχ. σημ.: `γειτονικός΄]
- παστρικός -ή / -ιά -ό [pastrikós] Ε1, Ε2 : 1. (λαϊκότρ.) που τον έχουν καθαρίσει καλά· καθαρός: Όλα μέσα στο σπίτι του είναι παστρικά. 2. (μτφ.) α. (οικ.) που είναι ηθικά άψογος, καθαρός, που δεν υποκρύπτει δόλο: Mου αρέσουν οι παστρικές δουλειές / κουβέντες. Δε φαίνεται / δεν είναι και τόσο ~, για άτομο αμφίβολης ηθικής. || (ειρ.) για ανήθικο, ανέντιμο άνθρωπο: Παστρικό υποκείμενο και του λόγου του. β. (ως ουσ., παρωχ.) η παστρικιά, η πόρνη.
παστρικά ΕΠIΡΡ: Nα μιλήσουμε ~, τίμια. [μσν. παστρικός < πάστρ(α) -ικός]
- περίοικος ο [períikos] Ο19 : αυτός που κατοικεί γύρω και κοντά σε κπ. || (πληθ.) οι γείτονες.
[λόγ. < αρχ. περίοικος]
- πετροχημικός ο [petroximikós] Ο17 θηλ. πετροχημικός [petroximikós] Ο34 : επιστήμονας ειδικός στην πετροχημεία.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. πετροχημικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- πεύκος ο [péfkos] Ο18 : (λαϊκότρ.) το πεύκο, ιδίως το ψηλό ή το πεύκο μεγάλης ηλικίας.
[πεύκ(ο) μεγεθ. -ος]
- πίθηκος ο [píθikos] Ο20α θηλ. πιθηκίνα [piθi
ína] Ο26 : 1. γενική ονομα σία ανώτερων θηλαστικών της τάξης των πρωτευόντων (εκτός από την οικογένεια των ανθρωποειδών), που περιλαμβάνει είδη όπως ο γορίλλας, ο χιμπατζής, ο μπαμπουίνος, η μαϊμού κτλ.: Ο Δαρβίνος υποστήριξε πρώτος ότι ο άνθρωπος κατάγεται από τον πίθηκο. Στο ζωολογικό κήπο τα παιδιά διασκέδαζαν με τους πιθήκους. 2. (μτφ., για άνθρ.) άσχημος, τριχωτός: Πώς τον παντρεύτηκε αυτό τον πίθηκο; πιθηκάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 1: Πήγαμε στο ζωολογικό κήπο και είδαμε τα πιθηκάκια. [λόγ. < αρχ. πίθηκος· πίθηκ(ος) -ίνα]
- πιτσιρίκος ο [pitsiríkos] Ο18 θηλ. πιτσιρίκα [pitsiríka] Ο25 : (οικ.) αγόρι μικρής ηλικίας: Έστειλαν έναν πιτσιρίκο να τους πάρει τσιγάρα. || το θηλ. και για κορίτσι νεαρής ηλικίας: Tα ΄φτιαξε με μια πιτσιρίκα.
[ιταλ. (νότ. διάλ.) piccër(ilë) `μικρό παιδί΄ υποκορ. επίθημα για το σχηματισμό κύριων ον. -ίκα, -ίκος, π.χ. Aντρ-ίκος, Σοφ-ίκα (ίσως < βλάχ.)]
- πλευριτικός ο [plevritikós] Ο17 : αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα.
[πλευρίτ(ης) -ικός]
- πνευματικός ο [pnevmatikós] Ο17 : ο ιερέας που εξομολογεί, ο εξομολόγος: Πήγε στον πνευματικό του, γιατί ένιωθε την ανάγκη να εξομολογηθεί.
[λόγ. < μσν. πνευματικός ουσιαστικοπ. αρσ. του ελνστ. επιθ. πνευματικός (λαϊκό: πνεματικός)]
- πνευμονόκοκκος ο [pnevmonókokos] Ο20α : (ιατρ.) μικρόβιο των αναπνευστικών οργάνων.
[λόγ. < γαλλ. pneumocoque < pneumo- = πνευ μο(νο)- + αρχ. κόκκος]



