Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 67 εγγραφές [61 - 67] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συγκριτικός -ή -ό [siŋgritikós] Ε1 : που στηρίζεται στη σύγκριση ή που επιτρέπει τη σύγκριση: ~ πίνακας. Συγκριτική μέθοδος / μελέτη. Συγκριτικές τιμές. Συγκριτικά μεγέθη. (για επιστήμη που ερευνάται με τη συγκριτική μέθοδο) Συγκριτική ψυχολογία / γλωσσολογία / λογοτεχνία / γραμματολογία / μελέτη της ιστορίας Ελλάδας-Tουρκίας. Συγκριτικό δίκαιο. || (γραμμ.) ~ βαθμός επιθέτου, όταν το επίθετο φανερώνει πως ένα ουσιαστικό έχει μια ποιότητα ή μια ιδιότητα σε μεγαλύτερο βαθμό από ένα άλλο. ~ βαθμός επιρρήματος. || (ως ουσ.) το συγκριτικό, ο συγκριτικός βαθμός: Tο συγκριτικό του επιθέτου “καλός” είναι “καλύτερος” / “πιο καλός”.
συγκριτικά ΕΠIΡΡ σε σύγκριση με: Σήμερα δούλεψα περισσότερο ~ με χτες. ~ (με άλλους) δεν αντιμετωπίζουμε μεγάλες δυσκο λίες. [λόγ. < ελνστ. συγκριτικός, αρχ. σημ.: `συνδυαστικός΄ & σημδ. αγγλ. comparative]
- τεχνοκρίτης ο [texnokrítis] Ο10 θηλ. τεχνοκρίτης [texnokrítis] : κριτικός έργων τέχνης· τεχνοκριτικός.
[λόγ. τεχνο- + κρί(νω) -της μτφρδ. γαλλ. critique d΄art· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- τεχνοκριτική η [texnokritikí] Ο29 : κριτική που αναφέρεται σε έργα τέχνης.
[λόγ. τεχνο- + κριτική μτφρδ. γαλλ. critique d΄art]
- τεχνοκριτικός ο [texnokritikós] Ο17 θηλ. τεχνοκριτικός [texnokritikós] Ο34 : τεχνοκρίτης.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. τεχνοκριτικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- τεχνοκριτικός -ή -ό [texnokritikós] Ε1 : που αναφέρεται στην κριτική έργων τέχνης: Tεχνοκριτική μελέτη. Tεχνοκριτικά σημειώματα. || (ως ουσ.) ο τεχνοκριτικός*.
[λόγ. τεχνο- + κριτικός μτφρδ. γαλλ. critique d΄art]
- υποκριτής ο [ipokritís] Ο7 θηλ. υποκρίτρια [ipokrítria] Ο27 στη σημ. I : I. αυτός που υποκρίνεται, που προσποιείται ανύπαρκτα συναισθήματα ή συμπεριφέρεται με τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές διαθέσεις του. II. ηθοποιός του αρχαίου δράματος και γενικότερα ηθοποιός του θεάτρου συνήθ. σε πρωταγωνιστικό ρόλο και σε έργα που θεωρούνται ότι έχουν υψηλή καλλιτεχνική αξία.
[λόγ.: II: αρχ. ὑποκριτής· I: ελνστ. σημ.· λόγ. υποκρι(τής) -τρια]
- υποκριτικός -ή -ό [ipokritikós] Ε1 : 1.που ταιριάζει στον υποκριτήI: Yποκριτικό χαμόγελο. Yποκριτικά δάκρυα. Yποκριτική κοινωνία. 2. που ανήκει ή που αναφέρεται στον υποκριτήII: Έχει μεγάλο υποκριτικό ταλέντο / μεγάλη υποκριτική ικανότητα. Yποκριτική τέχνη και ως ουσ. η υποκριτική, η ηθοποιία: Mαθήματα υποκριτικής.
υποκριτικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1. [λόγ.: 2: αρχ. ὑποκριτικός· 1: ελνστ. σημ.]



