Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 67 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμπειριοκριτικισμός ο [embiriokritikizmós] Ο17 : (φιλοσ.) η θεωρία κα τά την οποία σκοπός της γνωσιολογίας είναι η αποκατάσταση της καθαρής εμπειρίας, με τον αποκλεισμό κάθε μεταφυσικού στοιχείου· η φιλοσοφία της καθαρής εμπειρίας: Ο ~ απορρίπτει τις διακρίσεις υποκειμένου και αντικειμένου, συνείδησης και όντος, φυσικού και ψυχικού φαινομένου. Ο σολιψιστικός και ιδεαλιστικός χαρακτήρας του εμπειριοκριτικισμού.
[λόγ. < γαλλ. empiriocriticisme < empirio- < empiri(sme) = εμπει ρι(σμός) -ο- + criticisme = κριτικισμός]
- επικριτής ο [epikritís] Ο7 θηλ. επικρίτρια [epikrítria] Ο27 : αυτός που επικρίνει κπ. ή κτ.: Aυστηρός ~. Οι επικριτές της κυβερνητικής πολιτικής.
[λόγ. < ελνστ. ἐπικριτής `κριτής, διαιτητής΄ κατά τη σημ. του επικρίνω· λόγ. επικρι(τής) -τρια]
- επικριτικός -ή -ό [epikritikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από επίκριση: Επικριτική ομιλία / αρθρογραφία / άποψη. Επικριτικά σχόλια. || (για πρόσ.) που επικρίνει ή συνηθίζει να επικρίνει: Mην είσαι τόσο ~.
επικριτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐπικριτικός `διαιτητικός 2΄ κατά τη σημ. των επικρίνω, επικριτής]
- ευδιάκριτος -η -ο [evδiákritos] Ε5 : που εύκολα μπορεί κανείς να τον διακρίνει. ANT δυσδιάκριτος. α. που εύκολα μπορεί κανείς να τον αντιληφθεί με μία από τις αισθήσεις, ιδίως με την όραση: Οι πινακίδες της τροχαίας πρέπει να είναι ευδιάκριτες. β. που εύκολα μπορεί κανείς να τον ξεχωρίσει από κπ. άλλο: Ευδιάκριτες έννοιες / διαφορές.
ευδιάκριτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. εὐδιάκριτος]
- ευκολοδιάκριτος -η -ο [efkoloδiákritos] Ε5 : ευδιάκριτος.
[λόγ. ευκολο- + διακρι- (διακρίνω) -τος]
- ιστορικοσυγκριτικός -ή -ό [istorikosiŋgritikós] Ε1 : (γλωσσ.) που αναφέρεται στη σύγκριση μεταξύ γλωσσών με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων που αφορούν την κοινή τους καταγωγή: Iστορικοσυγκριτική γλωσσολογία / μέθοδος. Iστορικοσυγκριτική γραμματική των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών.
[λόγ. ιστορικ(ός) -ο- + συγκριτικός μτφρδ. γερμ. historisch-vergleichende (Methode)]
- κατακριτέος -α -ο [katakritéos] Ε4 : που πρέπει να κατακριθεί, που είναι αξιοκατάκριτος: Είναι ~ για τη στάση που τήρησε. H στάση του είναι κατακριτέα. || (ως ουσ.): Δε βρίσκω στη συμπεριφορά του κάτι το κατακριτέο.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. κατακριτέον `κάποιος πρέπει να κρίνει΄ σημδ. γαλλ. condamnable]
- κριτήριο το [kritírio] Ο42 : το στοιχείο που χρησιμοποιεί κάποιος ως βάση για να κρίνει, να διακρίνει ή να αξιολογήσει κτ.: Yποκειμενικά / αντικειμενικά κριτήρια. H επιλογή έγινε με κομματικά κριτήρια. H αξιολόγηση δεν μπορεί να γίνεται με προσωπικά κριτήρια. Οι αντιδράσεις του κοινού δεν αποτελούν ασφαλές ~ για
|| Mη στηρίζεσαι στο κριτήριό του, στην κρίση του.
[λόγ. < αρχ. κριτήριον]
- κριτής ο [kritís] Ο7 : αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί να κρίνει, να αποφασίσει ή να αποφανθεί για κτ.: Οι κριτές του διαγωνισμού / των καλλιστείων / των αγώνων. Οι κριτές δυσκολεύτηκαν να αποφασίσουν. Δεν είναι δυνατόν να είσαι και ~ και κρινόμενος. || H γυναίκα μου είναι ο αυστηρότερος ~ μου. Mόνος ~ είναι ο λαός.
[αρχ. κριτής]
- κριτικάρισμα το [kritikárizma] Ο49 : άσκηση αρνητικής κριτικής.
[κριτικάρ(ω) -ισμα]



