Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 40 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξάκρισμα το [ksákrizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξακρίζω.
[ξακρισ- (ξακρίζω) -μα]
- πίκρισμα το [píkrizma] Ο49 : η αίσθηση, η γεύση που προκαλείται από κτ. πικρό: Aισθάνθηκα ένα ελαφρό ~ στη γλώσσα.
[πικρισ- (πικρίζω) -μα]
- προανάκριση η [proanákrisi] Ο33 : προκαταρκτική ανάκριση που προηγείται της τακτικής και που διενεργείται για βεβαίωση αξιόποινης πράξης: Δεν προέκυψαν επιβαρυντικά στοιχεία κατά την ~.
[λόγ. προανακρί(νω) -σις > -ση, κατά το ανακρίνω - ανάκρισις]
- πρόκριση η [prókrisi] Ο33 : αποτέλεσμα, έκβαση μιας επιλεκτικής διαδικασίας: Οκτώ ομάδες κατάφεραν να πάρουν την ~ για την προημιτελική φάση του κυπέλλου. || (οικον.) ~ συναλλαγής, η σύγκριση μεταξύ διάφορων πράξεων οικονομικής συναλλαγής και η επιλογή εκείνης που αποφέρει το μεγαλύτερο κέρδος.
[λόγ. < ελνστ. πρόκρι(σις) `προτίμηση΄ -ση]
- σύγκριση η [síŋgrisi] Ο33 : η ενέργεια του συγκρίνω, η ταυτόχρονη και παράλληλη εξέταση πραγμάτων ή προσώπων για να διαπιστωθούν οι ομοιότητες και οι διαφορές τους, τα πλεονεκτήματα ή τα μειονεκτήματά τους: Aν κάνεις τη ~ ανάμεσα στα ελληνικά και στα ξένα προϊόντα θα βεβαιωθείς ότι δεν υπάρχει διαφορά. H ~ των δύο υποψηφίων αποβαίνει εις βάρος του δευτέρου. || Σε ~ με, συγκριτικά με: Ο φετινός χειμώνας ήταν ήπιος σε ~ με τον περσινό. Οι δικοί μου μαθητές είναι πιο προχωρημένοι σε ~ με τους δικούς σου. (έκφρ.) ούτε ~ / δε χωράει ~ / δεν υπάρχει ~, για πράγματα ή για πρόσωπα τελείως ανόμοια ποιοτικά, όταν το ένα υστερεί ή υπερέχει πολύ σε σχέση με το άλλο: Δεν υπάρχει ~, το καλοριφέρ θερμαίνει καλύτερα από τη σόμπα. μέτρο συγκρίσεως, αναφορά σε κπ. ή σε κτ. με το(ν) οποίο συγκρίνουμε κπ. ή κτ. άλλο: Aυτός είναι τέλειος, δεν υπάρχει μέτρο συγκρίσεως για να τον κρίνεις. αντέχω* στη ~ με κπ.
[λόγ. < ελνστ. σύγκρι(σις) -ση, αρχ. σημ.: `συνδυασμός΄]
- συγκρίσιμος -η -ο [siŋgrísimos] Ε5 : που μπορεί να συγκριθεί με κπ. ή με κτ. άλλο: Συγκρίσιμα μεγέθη.
[λόγ. σύγκρισ(ις) -ιμος]
- τσούγκρισμα το [tsúgrizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τσουγκρίζω: Tο ~ των αυγών το Πάσχα. || διαφωνία που οδηγεί στην ψυχρότητα δύο ατόμων.
[τσουγκρισ- (τσουγκρίζω) -μα]
- υπερέκκριση η [iperékrisi] Ο33 : (φυσιολ.) υπερβολική έκκριση μιας ουσίας.
[λόγ. υπερ- + έκκρι(σις) -ση]
- υπόκριση η [ipókrisi] Ο33 : η πράξη της υποκριτικής τέχνης επάνω στη σκηνή.
[λόγ. < αρχ. ὑπόκρι(σις) -ση]
- υποκρισία η [ipokrisía] Ο25 : η ιδιότητα και ο τρόπος συμπεριφοράς του υποκριτή: Aπεχθάνομαι την ~ των ανθρώπων. Aυτό που κάνεις είναι ~.
[λόγ. < σπάν. μσν. υποκρισία, αρχ. ὑπόκρισ(ις) & γαλλ. hypocris(ie) -ία < υστλατ. hypocrisis < αρχ. ὑπόκρισις]



