Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 45 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκκρίνω [ekríno] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (για κύτταρο, ιστούς, όργανα κτλ.) παράγω ειδική ουσία (σε υγρή συνήθ. κατάσταση) και τη διοχετεύω προς τα έξω ή μέσα σε μία κοιλότητα, ή στο αίμα: Tο ήπαρ εκκρίνει χολή. || για φυτά που αποβάλλουν από τον κορμό και τους βλαστούς τους κάποια ρευστή ουσία: Tα πεύκα εκκρίνουν ρητίνη.
[λόγ. < αρχ. ἐκκρίνω]
- ενδοκρινής -ής -ές [enδokrinís] Ε10 : (φυσιολ.) ενδοκρινείς αδένες, αυτοί που εκκρίνουν ουσίες (ορμόνες) οι οποίες εισέρχονται απευθείας στην κυκλοφορία του αίματος. ANT εξωκρινής.
[λόγ. < γαλλ. endocrine < endo- = ενδο- + -crine < αρχ. κρίν(ω) `ξεχωρίζω΄ -ής]
- ενδοκρινικός -ή -ό [enδokrinikós] Ε1 : (φυσιολ.) που αφορά τους ενδοκρινείς αδένες, που σχετίζεται με αυτούς: Ενδοκρινικό σύστημα.
[λόγ. ενδοκριν(ής) -ικός]
- ενδοκρινολογία η [enδokrinolojía] Ο25 : ειδικός κλάδος της ιατρικής με αντικείμενο τη λειτουργία και την παθολογία των ενδοκρινών αδένων.
[λόγ. < γαλλ. endocrinologie < endocrin(e) = ενδοκριν(ής) -ο- + -logie = -λογία]
- ενδοκρινολόγος ο [enδokrinolóγos] Ο18 θηλ. ενδοκρινολόγος [enδokri nolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικός στην ενδοκρινολογία: Tα συμπτώματα που παρουσιάζει επιβάλλουν να τον δει ένας ~.
[λόγ. < αγγλ. endocrinologist < endocrino(logy) = ενδοκρινο(λογία) -logist = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- εξωκρινής -ής -ές [eksokrinís] Ε10 : (φυσιολ.) εξωκρινείς αδένες, αυτοί που εκκρίνουν ουσίες (ορμόνες) που αποβάλλονται στο εξωτερικό του οργανισμού ή σε κοιλότητα που επικοινωνεί με το εξωτερικό περιβάλλον. ANT ενδοκρινής.
[λόγ. < γαλλ. exocrine < exo- = εξω- + -crine < αρχ. κρί ν(ω) `ξεχωρίζω΄ -ής]
- επανακρίνω [epanakríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. επανέκρινα, απαρέμφ. επανακρίνει, παθ. αόρ. επανακρίθηκα, απαρέμφ. επανακριθεί : κρίνω κπ. ή κτ. για δεύτερη φορά: Επανακρίθηκε η αίτησή του και εγκρίθηκε.
[λόγ. επανα- κρίνω]
- επικρίνω [epikríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. επέκρινα, απαρέμφ. επικρίνει, παθ. αόρ. επικρίθηκα, απαρέμφ. επικριθεί : εκφράζω δυσμενή κρίση ή γενικά άποψη για κπ. ή για κτ.· (πρβ. κατακρίνω): ~ τη συμπεριφορά / τις πράξεις κάποιου. Ενώ εσύ ο ίδιος αδρανείς, διαρκώς κρίνεις και συνήθως επικρίνεις τις ενέργειες των άλλων. Tο φιλμ επικρίθηκε έντονα από την Εκκλησία ως αντιχριστιανικό.
[λόγ. < αρχ. ἐπικρίνω `κρίνω, δικάζω΄ σημδ. γαλλ. censurer]
- ευκρίνεια η [efkrínia] Ο27 : η ιδιότητα του ευκρινούς. 1. η καθαρότητα της εικόνας ή του ήχου: Δεν μπορώ να διακρίνω / να ακούσω με απόλυτη ~. || (ηλεκτρον.): Tηλεόραση υψηλής ευκρίνειας. 2. (μτφ.) σαφήνεια.
[λόγ. < αρχ. εὐκρίνεια]
- ευκρινής -ής -ές [efkrinís] Ε10 : 1α.για κτ. που διακρίνεται πολύ καλά, του οποίου τα περιγράμματα είναι σαφή και οι λεπτομέρειες καθαρές: H εικόνα είναι κάπως θολή, δεν είναι απόλυτα ~. β. για ήχο που ακούγεται με απόλυτη καθαρότητα. 2. (μτφ.) σαφής, απροσχημάτιστος: Οι προθέσεις του δεν είναι πολύ ευκρινείς. H απάντησή του ήταν ~.
ευκρινώς ΕΠIΡΡ με ευκρίνεια: Άκουσα ~ όσα έλεγαν. Γράφει πολύ ~. [λόγ. < αρχ. εὐκρινής, εὐκρινῶς]



