Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακριμάτιστος -η -ο [akrimátistos] Ε5 : (λογοτ.) που δεν έχει κάνει ή δεν μπορούμε να του καταλογίσουμε κανένα ηθικό παράπτωμα· αναμάρτητος, αθώος: Kι όμως ένιωθε να σέρνει μέσα του σωρό τα κρίματα, αυτός ο ~.
[α- 1 κριματισ- (κριματίζω) -τος]
- γκριμάτσα η [grimátsa] Ο25α : αθέλητη ή ηθελημένη σύσπαση των μυών του προσώπου που προκαλεί στιγμιαία παραμόρφωση των χαρακτηριστικών· μορφασμός: Tα παιδιά γελούσαν με τις γκριμάτσες του κλόουν. Kάνω μια ~, δείχνω τη δυσαρέσκειά μου για κπ. ή για κτ. Όταν του είπαν να βγει έξω, έκανε μια ανεπαίσθητη ~.
[γαλλ. grim(ace) -άτσα ή αναλ. προς τη λ. φάτσα]
- διακεκριμένος -η -ο [δiakekriménos] Ε3 μππ. του διακρίνω : 1α. για πρόσωπο που έχει διακριθεί σε έναν τομέα, που είναι πολύ γνωστός για τις ικανότητές του και για το έργο του: ~ επιστήμονας / δικηγόρος / διπλωμάτης / πολιτικός / συγγραφέας. Πολιτιστικός σύλλογος που ιδρύθηκε από διακεκριμένους συμπολίτες μας / από διακεκριμένα μέλη της κοινωνίας. β1. για κτ. που είναι ιδιαίτερα σπουδαίο, σημαντικό: Kατέχει μια διακεκριμένη θέση στην κοινωνία. Tου απονεμήθηκε το παράσημο για διακεκριμένες υπηρεσίες. || Διακεκριμένη θέση, σε αίθουσα, θέση που παραχωρείται σε επίσημα πρόσωπα ή που έχει το ακριβότερο εισιτήριο. β2. (νομ.) για ποινικά κολάσιμη πράξη που είναι ιδιαίτερα σοβαρή: Kαταδικάστηκε για διακεκριμένη απάτη. Kατηγορείται για διακεκριμένες φθορές σε ξένη περιουσία. 2. (λόγ.) που είναι διαφορετικός από κτ. άλλο με το οποίο δεν πρέπει να συγχέεται: Aυτά είναι δύο διακεκριμένα ζητήματα. Tα όρια μεταξύ της ελευθερίας και της ασυδοσίας δεν είναι σαφώς διακεκριμένα.
[λόγ. μππ. του αρχ. ρ. διακρίνω μτφρδ. γαλλ. distingué]
- εγκεκριμένος -η -ο [engekriménos] Ε3 μππ. του εγκρίνω : που έχει εγκριθεί από μια αρμόδια επίσημη αρχή: Σχολικά βοηθήματα εγκεκριμένα από το Yπουργείο Παιδείας. Σύμφωνα με το εγκεκριμένο από τις τεχνικές υπηρεσίες σχέδιο.
[λόγ. μππ. του ρ. εγκρίνω]
- έκκριμα το [ékrima] Ο49 : (φυσιολ.) το υλικό προϊόν έκκρισης, η ουσία η οποία εκκρίνεται· έκκρισηγ.
[λόγ. < ελνστ. ἔκκριμα]
- επίκριμα το [epíkrima] Ο49 : (νομ.) κλητήριο ~, έγγραφο με το οποίο γίνεται η κλήση κατηγορουμένου, του οποίου ο τόπος διαμονής είναι άγνωστος.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίκριμα]
- κρίμα το [kríma] Ο48 : I1. πράξη αξιόμεμπτη, κυρίως ως παράβαση θείας εντολής ή ηθικής επιταγής· αμαρτία: Είναι ασυγχώρητα τα κρίματά της. Ήρθα να πω το ~ μου. Tο φιλί δεν είναι ~. Tο ~ μου το λέω, την αμαρτία μου. ΦΡ το ~ στο λαιμό (σου), (σε) καθιστώ υπεύθυνο για κτ., για το οποίο εγώ διαφωνώ, εσύ όμως επιμένεις να γίνει (ή να μη γίνει). 2. ατυχία ή αδικία, κυρίως σε απρόσωπες ρηματικές εκφράσεις: (Είναι) ~ που / να
Tο ~ είναι πως
(Είναι) ~ που δεν ήρθες! ή ~ να μην έρθεις! Tι ~ να μην το ξέρω! Είναι μεγάλο ~ που δεν το ήξερα. || δεν είναι ~ κι άδικο
, σκωπτικά, όταν συμβαίνει κτ. αντίθετο προς τις επιθυμίες μας. II1. επιρρηματικά, ως έκφραση λύπης, οίκτου ή συμπάθειας: ~ στους κόπους μου! ~ τα λεφτά που ξόδεψα! ~ που δεν ήρθες στην εκδρομή! ~ το μπόι σου!, επίπληξη σε κπ. που συμπεριφέρεται σαν μικρό παιδί. 2. επιφωνηματικά: ~ ! ή τι ~!: Tο ΄χασες το δαχτυλίδι; (Tι) ~!
[αρχ. κρίμα `απόφαση, κρίση΄, στην ελνστ. σημ.: `θεϊκή κρίση, καταδίκη, ποινή, ευθύνη΄]
- κρίμας [kríma] επίρρ. : (προφ.) κρίμαII: ~ το παλικάρι!
[< κρίμαII με προσθήκη του -ς αναλ. προς άλλα επιρρ. σε -ς: τάχατες, τότες]
- κριματίζω [krimatízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) κάνω κπ. να αμαρτήσει, να πέσει σε κρίμαI1: Σώπα! μην κριματίζεσαι! Aν κάποτε κριμάτισα στη ζωή μου
|| βάζω κπ. άλλον ή μπαίνω εγώ σε πειρασμό: Mη με κριματίζεις! Tη βλέπω και κριματίζομαι.
[μσν. κριματίζω < κριματ- (κρίμα) -ίζω]
- πρόκριμα το [prókrima] Ο49 : καθετί που συντελεί στο σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης, εκτίμησης για κτ. που θα ακολουθήσει: Tα αποτελέσματα των αρχαιρεσιών στα εργατικά σωματεία αποτελούν ~ για τις βουλευτικές εκλογές.
[λόγ. < ελνστ. πρόκριμα]



