Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 208 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιδεοκρατία η [iδeokratía] Ο25 : (σπάν., φιλοσ.) ιδεαλισμός.
[λόγ. ιδεο- + -κρατία μτφρδ. γερμ. Ideokratismus < Ideo- = ιδεο- + αρχ. κρά τ(ος) `δύναμη΄ -ismus = -ισμός]
- ιπποκράτειος -α -ο [ipokrátios] Ε6 : (λόγ.) ιπποκρατικός.
[λόγ. < ελνστ. ἱπποκράτειος]
- ιπποκρατικός -ή -ό [ipokratikós] Ε1 : που ανήκει στον Iπποκράτη, τον πατέρα της ιατρικής, που έχει διατυπωθεί από αυτόν: H ιπποκρατική διδασκαλία. Ο ~ όρκος, ο όρκος του Iπποκράτη, ο όρκος τον οποίο δίνουν οι γιατροί.
[λόγ. < γαλλ. hippocratique < Hippocrates < αρχ. Ἱπποκράτ(ης) -ique = -ικός]
- ισοκράτημα το [isokrátima] Ο49 : όρος της βυζαντινής μουσικής, που σημαίνει τη μουσική συνοδεία της κύριας μελωδίας· ίσο.
[λόγ. ίσ(ο) -ο- + κράτημα]
- ισοκρατικός -ή -ό [isokratikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον Iσοκράτη: Iσοκρατικοί λόγοι.
[λόγ. < ελνστ. Ἰσοκρατικός]
- ιστοριοκρατία η [istoriokratía] Ο25 : (φιλοσ.) ιστορισμός.
[λόγ. ιστορί(α) -ο- + -κρατία απόδ. γερμ. Historismus (δες ιστορισμός)]
- κατακράτηση η [katakrátisi] Ο33 : η ενέργεια του κατακρατώ. 1. (νομ.) α. παράνομη ~, η στέρηση της ελευθερίας ενός ατόμου από άλλα άτομα ή από κρατικά όργανα, με φυλάκιση ή με άλλον τρόπο. β. η μη απόδοση πράγματος που δε μου ανήκει: Bαρύνεται με το αδίκημα της κατακράτησης χρημάτων του δημοσίου / ξένων κινητών περιουσιακών στοιχείων. 2. (επιστ.) η μη αποβολή ουσιών από ένα σώμα: H ~ ούρων / υγρών από τον οργανισμό του ανθρώπου.
[λόγ. < ελνστ. κατακράτη(σις) `καθυπόταξη΄ -ση, σημδ.: 1: γαλλ. détention· 2: γαλλ. rétention]
- κατακρατώ [katakrató] -ούμαι Ρ10.9 : 1. (νομ.) α. στερώ από κπ. τη δυνατότητα να κινείται ελεύθερα με την επιβολή περιοριστικών μέτρων, χωρίς ο νόμος να μου δίνει αυτό το δικαίωμα. β. κρατώ στην κατοχή μου παράνομα κτ. που δε μου ανήκει: Ο υπάλληλος κατηγορείται ότι κατακράτησε υπηρεσιακά έγγραφα. 2. (επιστ.) για κτ. που συγκρατεί κάποιες ουσίες και δεν τις αποβάλλει: Tο έδαφος κατακρατεί τα μεταλλικά άλατα του νερού.
[λόγ. < αρχ. κατακρατῶ `επικρατώ΄ σημδ. 1α: γαλλ. détenir· 1β, 2: γαλλ. retenir]
- κεφαλαιοκράτης ο [kefaleokrátis] Ο10 θηλ. κεφαλαιοκράτισσα [kefaleo krátisa] Ο27 : αυτός ο οποίος, στα πλαίσια του αστικού συστήματος, κατέχει μεγάλα κεφάλαια τα οποία επενδύει σε οικονομικές επιχειρήσεις, έτσι ώστε να αποδίδουν κέρδη· καπιταλιστής.
[λόγ. κεφαλαιο- + -κράτης απόδ. γαλλ. capitaliste· λόγ. κεφαλαιοκράτ(ης) -ισσα]
- κεφαλαιοκρατία η [kefaleokratía] Ο25 : οικονομικό και κοινωνικό σύστημα στο οποίο το ιδιωτικό κεφάλαιο αποτελεί το βασικό παράγοντα της οικονομικής ζωής· ο καπιταλισμός. || το σύνολο των κεφαλαιοκρατών.
[λόγ. κεφαλαιο- + -κρατία απόδ. γαλλ. capitalisme]



