Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 208 εγγραφές [191 - 200] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τρομοκρατώ [tromokrató] -ούμαι Ρ10.9 : 1. χρησιμοποιώ βίαια ή καταπιεστικά μέσα για να επιβληθώ σε ένα σύνολο: Οι κατακτητές τρομοκρατούσαν τους πολίτες με τις καθημερινές συλλήψεις. 2. προκαλώ σε κπ. μεγάλη ανησυχία ή φόβο: Ο μαθητής τρομοκρατήθηκε μόλις άκουσε ότι θα γράψει διαγώνισμα. Ο κόσμος είναι τρομοκρατημένος από την άνοδο του πληθωρισμού. Tον έχει τρομοκρατήσει το ενδεχόμενο ενός νέου πολέμου.
[λόγ. τρομοκράτ(ης) -ώ]
- φαινομενοκρατία η [fenomenokratía] Ο25 : (φιλοσ.) θεωρία σύμφωνα με την οποία προσιτά στην ανθρώπινη γνώση είναι μόνο τα φαινόμενα και όχι τα ίδια τα πράγματα: Kύριος εκπρόσωπος της φαινομενοκρατίας είναι ο Γερμανός φιλόσοφος Kαντ.
[λόγ. φαινόμεν(ον)3 -ο- + -κρατία απόδ. γερμ. Ρhänomena lismus < Ρhänomen = φαινόμενον]
- φαλλοκράτης ο [falokrátis] Ο10 : χαρακτηρισμός για άντρα που οι απόψεις και η συμπεριφορά του διακρίνουν το ανδρικό φύλο ως ανώτερο από το γυναικείο: Πολλοί άντρες είναι φαλλοκράτες.
[λόγ. < αγγλ. phallocrat < αρχ. φαλλό(ς) + -crat = -κράτης]
- φαλλοκρατία η [falokratía] Ο25 : η αντίληψη και η συμπεριφορά που θεωρεί το ανδρικό φύλο ανώτερο και κυρίαρχο σε σχέση με το γυναικείο: Ο πατερναλισμός είναι μια άλλη όψη της φαλλοκρατίας.
[λόγ. < αγγλ. phallocracy < phallo(crat) = φαλλο(κράτης) + -cracy = -κρατία]
- φαλλοκρατικός -ή -ό [falokratikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο φαλλοκράτη, στη φαλλοκρατία: Φαλλοκρατικές απόψεις / αντιλήψεις. Zούμε σε μια φαλλοκρατική κοινωνία.
[λόγ. < αγγλ. phallocratic < phallocrat = φαλλοκράτ(ης) -ic = -ικός]
- φαυλοκράτης ο [favlokrátis] Ο10 : για πρόσωπο που ασκεί διοίκηση, εξουσία με φαύλες μεθόδους, με διεφθαρμένο, χωρίς ήθος τρόπο. || (ως επίθ.): ~ πολιτικός.
[λόγ. φαύλ(ος) -ο- + -κράτης]
- φαυλοκρατία η [favlokratía] Ο25 : η επικράτηση ανήθικων και διεφθαρμένων ανθρώπων ή και τρόπων, κυρίως στην άσκηση πολιτικής, διοίκησης ή διακυβέρνησης: H ~ φθείρει τους θεσμούς και τη λαϊκή εμπιστοσύνη.
[λόγ. φαύλ(ος) -ο- + -κρατία μτφρδ. γαλλ. voyoucratie (-cratie = -κρατία)]
- φαυλοκρατικός -ή -ό [favlokratikós] Ε1 : που αναφέρεται στη φαυλοκρατία ή στο φαυλοκράτη: Φαυλοκρατική μέθοδος / πολιτική.
φαυλοκρατικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. φαυλοκράτ(ης), φαυλοκρατ(ία) -ικός]
- φραγκοκρατία η [fraŋgokratía] Ο25 : (ιστ.) χρονική περίοδος (13ος-16ος αι.) κατά την οποία οι δυτικοευρωπαίοι κυριάρχησαν σε περιοχές της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
[λόγ. φραγκο- + -κρατία]
- φραγκοκρατούμαι [fraŋgokratúme] Ρ10.9β : (ιστ.) βρίσκομαι υπό την κυριαρχία των δυτικοευρωπαίων: Φραγκοκρατούμενες περιοχές του Bυζαντίου.
[λόγ. φραγκοκρατ(ία) -ούμαι]



