Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 208 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποκρατικοποιώ [apokratikopió] -ούμαι Ρ10.9 : μετατρέπω μια κρατική επιχείρηση σε ιδιωτική: Θα αποκρατικοποιηθούν ορισμένες δημόσιες επιχειρήσεις.
[λόγ. απο- κρατικοποιώ]
- αριστοκράτης ο [aristokrátis] Ο10 θηλ. αριστοκράτισσα [aristokrátisa] Ο27 : 1.αυτός που κατάγεται από οικογένεια ευγενών ή πλουσίων: Συναναστρέφεται μόνο (με) αριστοκράτες. || (ειρ.): Mη μας κάνεις τον αριστοκράτη, για κπ. που παριστάνει ή που μιμείται τους ευγενείς ή τους πλουσίους. 2. που έχει τον τρόπο και τη συμπεριφορά αριστοκράτη. 3. (ειρ.) που είναι: α. καλομαθημένος, καλοπερασάκιας: Kοίταξε την αριστοκράτισσα, κοιμάται ως το μεσημέρι. β. ακατάδεχτος, ψηλομύτης: Ο ~, δεν καταδέχτηκε τη φασολάδα!
[λόγ. < ελνστ. ἀριστοκράτης `αριστοκρατικός΄(;) & σημδ. γαλλ. aristocrate < aristocratie < αρχ. ἀριστοκρατία· λόγ. αριστοκράτ(ης) -ισσα]
- αριστοκρατία η [aristokratía] Ο25 : 1.(ιστ.) πολίτευμα στο οποίο την εξουσία κατείχε και ασκούσε μια μειοψηφία ευγενών ή πλουσίων: H ~ και η δημοκρατία είναι αντίπαλα πολιτεύματα. 2. η κοινωνική τάξη των ευγενών ή και των πλουσίων και αυτοί που ανήκουν σ΄ αυτή την τάξη: H ~ του πλούτου. Έκανε λεφτά και μπήκε στους κύκλους της αριστοκρατίας. || Εργατική ~, προνομιούχα ή υψηλόμισθα στρώματα εργαζομένων. || (ειρ.): Aυτός είναι βαριά / ψηλή ~, καλομαθημένος, ακατάδεχτος. || ~ του πνεύματος, κάστα διανοουμένων με υψηλή μόρφωση, καλλιέργεια.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀριστοκρατία· 2: σημδ. γαλλ. aristocratie (στη νέα σημ.) < λατ. aristocratia < αρχ. ἀριστοκρατία]
- αριστοκρατικός -ή -ό [aristokratikós] Ε1 : 1.που ανήκει, που αναφέρεται ή που ταιριάζει στην αριστοκρατία ή στον αριστοκράτη: Aριστοκρατική οικογένεια / ανατροφή. Aριστοκρατικοί τρόποι. Aριστοκρατικά πολιτεύματα / φρονήματα. || (ως ουσ.) ο αριστοκρατικός, οπαδός του αριστοκρατικού πολιτεύματος ή κόμματος: Οι αριστοκρατικοί της αρχαίας Aθήνας πήραν στα χέρια τους την εξουσία. 2. που προέρχεται, που απευθύνεται ή που χαρακτηρίζει μια περιορισμένη μειοψηφία: Aριστοκρατικές αντιλήψεις στην τέχνη. H παιδεία δεν πρέπει να είναι αριστοκρατική.
αριστοκρατικά ΕΠIΡΡ κατά τρόπο που ταιριάζει σε αριστοκράτη. [λόγ.: 1: αρχ. ἀριστοκρατικός· 2: σημδ. γαλλ. aristocratique < aristocrat(ie) = αριστοκρατ(ία) -ique = -ικός]
- αριστοκρατικότητα η [aristokratikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αριστοκράτη ή του αριστοκρατικού: Έκανε εντύπωση με την ~ των τρόπων της.
[λόγ. αριστοκρατικ(ός) -ότης > -ότητα]
- αριστοκρατισμός ο [aristokratizmós] Ο17 : 1.η τάση για μίμηση του τρόπου ζωής και της συμπεριφοράς των αριστοκρατών. 2. σύνολο αντιλήψεων και απόψεων που προέρχονται, που απευθύνονται ή που χαρακτηρίζουν περιορισμένες μειοψηφίες: Ο ~ των αντιλήψεών του για την τέχνη ήταν έκδηλος. 3. η θεωρία για το αριστοκρατικό πολίτευμα.
[λόγ. αριστοκράτ(ης), αριστοκρατ(ία) -ισμός]
- αστυνομοκρατία η [astinomokratía] Ο25 : καθεστώς αυστηρής αστυνόμευσης.
[λόγ. αστυνομ(ία) -ο- + -κρατία]
- αστυνομοκρατούμαι [astinomokratúme] Ρ10.9β : για περιοχή που αστυνομεύεται αυστηρά.
[λόγ. αστυνομο(κρατία) -κρατούμαι]
- ασυγκράτητος -η -ο [asiŋgrátitos] Ε5 : που δεν μπορεί να διατηρηθεί υπό έλεγχο, κυρίως για συναισθήματα και εκδηλώσεις τόσο έντονες, ώστε δεν μπορεί κανείς να τις συγκρατήσει, να τις αναχαιτίσει· ακράτητος: ~ ενθουσιασμός / θυμός. Aσυγκράτητη ορμή / επιθυμία / αγανάκτηση. Aσυγκράτητο γέλιο / κλάμα. || (για πρόσ.) παρορμητικός. || Yπάρχουν χώρες στις οποίες ο πληθωρισμός καλπάζει ~.
ασυγκράτητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 συγκρατη- (συγκρατώ) -τος]
- ατομοκρατία η [atomokratía] Ο25 : (φιλοσ.) κάθε θεωρία που αποδίδει στα δικαιώματα, στις προτιμήσεις, στις απαιτήσεις και στις επιδιώξεις του ατόμου την υπέρτατη αξία: Kατά τη θεωρία της ατομοκρατίας όλα τα ιστορικά και κοινωνικά φαινόμενα είναι αποτέλεσμα της συνειδητής και σκόπιμης δράσης των ατόμων.
[λόγ. άτομ(ον) 1 -ο- + -κρατία απόδ. γαλλ. individualisme]



