Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
78 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοσμήτορας ο [kozmítoras] Ο5 : διοικητικό αξίωμα: ~ της Bουλής. || ~ Πανεπιστημιακής Σχολής, καθηγητής, ο οποίος με εκλογή κατέχει την ανώτατη διοικητική θέση στη σχολή.
[λόγ. < αρχ. κοσμήτωρ, αιτ. -ορα, ποιητ. συν. του κοσμητής `που έχει υπό την επίβλεψή του τους εφήβους΄]
- κοσμικογράφος ο [kozmikoγráfos] Ο18 θηλ. κοσμικογράφος [kozmikoγráfos] Ο35 : δημοσιογράφος ο οποίος παρουσιάζει την κοσμική κίνηση από τις στήλες εφημερίδας ή περιοδικού: Σχόλια γνωστής κοσμικογράφου.
[λόγ. < κοσμικ(ός)ΙΙ1 -ο- + -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- κοσμικός -ή -ό [kozmikós] Ε1 : I. που ανήκει ή που αναφέρεται στον κόσμοI, στον κόσμο ως σύμπαν: Kοσμικό διάστημα, το διάστημαII. Kοσμικό σύστημα, το σύνολο των ουράνιων σωμάτων. Kοσμική ακτινοβολία, σύνολο ακτινοβολιών που φτάνουν στη Γη από το διάστημα. Kοσμική σκό νη, σφαιρικά σωματίδια σκόνης τα οποία υπάρχουν στα θαλάσσια ιζήματα του πυθμένα των ωκεανών. II1. που ανήκει ή που αναφέρεται στον κόσμο, ως σύνολο των ανθρώπων μιας κοινωνίας και κυρίως ως προς τις κοινωνικές εκδηλώσεις της ανώτερης συνήθ. κοινωνικής τάξης: Kοσμική κίνηση, σύνολο κοινωνικών εκδηλώσεων (δεξιώσεις, γεύματα κτλ.) με χαρακτήρα κυρίως εορταστικό. Kοσμική στήλη, σε εφημερίδα ή περιοδικό, όπου καταγράφεται η κοσμική κίνηση. Kοσμικά νέα. ~ γάμος. Ο γάμος τους ήταν ένα κοσμικό γεγονός. Kοσμική εκδήλωση. Kοσμική ζωή, που χαρακτηρίζεται από συνεχείς κοσμικές εκδηλώσεις. Kοσμική κυρία και ως ουσ. η κοσμική. Kοσμική ταβέρνα. Kοσμικό κέντρο. 2. που ανήκει ή που αναφέρεται στον κόσμοIII1, σε αντιδιαστολή προς το θρησκευτικός: H κοσμική εξουσία του πάπα, την οποία ασκεί ως ηγέτης του Bατικανού. Kοσμική τέχνη / μουσική. ~ βίος. || (ως ουσ.) ο κοσμικός, σε αντιδιαστολή κυρίως προς το μοναχός: Έγινε σύναξη μοναχών και κοσμικών.
[λόγ.: Ι: αρχ. κοσμικός & γαλλ. cosmique, αγγλ. cosmic < αρχ. κοσμικός· ΙΙ1: σημδ. γαλλ. mondaine· ΙΙ2: μσν. σημ.]
- κοσμικότητα η [kozmikótita] Ο28 : η ιδιότητα του κοσμικού, η τάση, η έφεση για κοσμική ζωή, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται. || (πληθ.) κοσμικά γεγονότα, εκδηλώσεις της κοσμικής ζωής που χαρακτηρίζουν κυρίως τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις: Aποφεύγει τις κοσμικότητες.
[λόγ. κοσμικ(ός)ΙΙ1 -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. mondanité]
- κόσμιος -α -ο [kózmios] Ε6 λόγ. θηλ. και κοσμία : για συμπεριφορά ή εμφάνιση απόλυτα σύμφωνη προς τα κοινωνικώς αποδεκτά: Kόσμιο ντύσιμο. H εμφάνισή σας πρέπει να είναι κοσμιότερη. || ως επίσημος χαρακτηρισμός της διαγωγής των μαθητών στα σχολεία: Διαγωγή κοσμιοτάτη, εξαιρετικά καλή. Διαγωγή κοσμία, όχι τόσο καλή.
κόσμια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. κόσμιος]
- κοσμιότητα η [kozmiótita] Ο28 : η ιδιότητα του κόσμιου· ευπρέπεια, σεμνότητα, καλή συμπεριφορά.
[λόγ. < αρχ. κοσμιότης, αιτ. -ητα]
- κοσμο- [kozmo] & κοσμό- [kozmó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κοσμ- [kozm], συχνά όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις συνήθ. με αναφορά: 1. στη φιλοσοφική έννοια της λέξης κόσμος: ~αντίληψη, ~γνωσία, ~γονία, ~είδωλο, ~θεωρία. 2α. στο σύνολο των ανθρώπων: ~πλημμύρα, ~συρροή· κοσμαγάπητος, ~σύχναστος, ~σωτήριος. || με αναφορά στη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής: ~παραμυθία. || με αναφορά στα εγκόσμια, σε αντίθεση προς τη μοναστική ζωή: ~καλόγερος. β. σε όλη τη γη, σε όλο τον κόσμο, οπουδήποτε ζει και δημιουργεί ο άνθρωπος: ~γυρισμένος, ~ξακουσμένος, ~ταξιδεμένος· ~πολίτης, κοσμόπολη. 3. στον κόσμο του διαστήματος: ~ναύτης, ~ναυτική. || στο σύμπαν γενικά: ~παθολογία. 4. στα στοιχεία της φύσεως: ~χαλασιά.
[2, 4: μσν. κοσμ(ο)- θ. του αρχ. ουσ. κόσμ(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. κοσμο-γυρεύω `γυρεύω σε όλο τον κόσμο΄, κοσμο-κατάρατος & λόγ. < ελνστ. κοσμο- (< αρχ. κόσμος): ελνστ. κοσμο-σωτήριος, μσν. κοσμο-κρατορία· 1, 3: λόγ. < γαλλ. cosmo- < ελνστ. κοσμο-: κοσμο-λογία, κοσμο-ναύτης < γαλλ. cosmologie, cosmonaute & μτφρδ.: κοσμο-θεωρία < γερμ. Weltanschauung]
- κοσμοαντίληψη η [kozmoandílipsi] Ο33 : ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται και αποδέχεται κάποιος τον κόσμο ως φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον.
[λόγ. κοσμο- + αντίληψις (-σις > -ση) μτφρδ. γερμ. Weltanschauung]
- κοσμοβριθής -ής -ές [kozmovriθís] Ε10 : (λόγ.) για τόπο που είναι γεμάτος από κόσμο: ~ πλατεία.
[λόγ. κοσμο- + αρχ. -βριθής `που είναι γεμάτος, φορτωμένος με΄ (< ρ. βρίθω) κατά το αρχ. σιδηροβριθής `φορτωμένος με σίδερο΄]
- κοσμογονία η [kozmoγonía] Ο25 : 1. επιστημονική ή μυθολογική θεωρία με την οποία γίνεται προσπάθεια να ερμηνευτεί η δημιουργία του σύμπαντος και των ουράνιων σωμάτων. 2. (μτφ.) πολύ σημαντικές, ριζικές και συνήθ. δημιουργικές αλλαγές: Tα τελευταία χρόνια έγινε πραγματική ~ στο χώρο της εκπαίδευσης.
[λόγ. < γαλλ. cosmogonie (κυριολ.) < ελνστ. κοσμογονία `δημιουργία του κόσμου΄]