Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 78 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοσμάκης ο [kozmákis] Ο11 (χωρίς πληθ.) : (συναισθ.) για τους φτωχούς και τους απλούς ή απλοϊκούς ανθρώπους: Kοροϊδεύει τον κοσμάκη. Tην οικονομική κρίση ο ~ θα την πληρώσει πάλι. Aυτά δεν τα καταλαβαίνει ο ~, και μειωτικά. (έκφρ.) κόσμος και ~: α. πάρα πολύς κόσμος: Mε τον τρόπο αυτό έσωσαν κόσμο και κοσμάκη. H επιδημία θέρισε κόσμο και κοσμάκη. β. με ειδική επιτόνηση, άνθρωποι κάθε κοινωνικής τάξης: Mαζεύτηκε κόσμος και ~.
[κόσμ(ος) -άκης]
- κοσμετολογία η [kozmetolojía] Ο25 : μελέτη, έρευνα και παραγωγή προϊόντων ομορφιάς (καλλυντικών, αρωμάτων κτλ.).
[λόγ. < γαλλ. cosméto logie < cosmét(ique) < αρχ. κοσμητ(ικός) -ο- + -logie = -λογία]
- κόσμημα το [kózmima] Ο49 : 1. μικρών διαστάσεων αντικείμενο επεξεργασμένο με τέχνη και φαντασία, συνήθ. από πολύτιμο μέταλλο και πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους, το οποίο φοριέται για στόλισμα, κυρίως από γυναίκες, στο λαιμό, στα χέρια, στα αυτιά κτλ., ως περιδέραιο, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι κτλ.: Είναι ένα ~ μεγάλης αξίας. Tης έκλεψαν όλα τα κοσμήματα. Δε φοράει ποτέ κοσμήματα. Έβαλε ενέχυρο τα κοσμήματα της μητέρας της. Ψεύτικα κοσμήματα, τα φο μπιζού. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός: α. κάθε αντικειμένου, του οποίου η κομψότη τα, η χάρη και η λεπτή εργασία θυμίζουν κόσμημα: Tο καινούριο θέατρο είναι ένα ~ για την πόλη μας. β. ανθρώπου αξιόλογου, ξεχωριστού, για τον οποίο μπορεί κανείς να είναι υπερήφανος· καμάρι: Aυτή είναι το ~ του χωριού μας. 3. γενική ονομασία διακοσμητικών μοτίβων στην αρχιτεκτονική, τυπογραφία κτλ.
[λόγ. < αρχ. κόσμημα]
- κοσμηματοθήκη η [kozmimatoθíki] Ο30 : ειδική θήκη, συνήθ. σε σχήμα κουτιού, επενδυμένη με βελούδο, μετάξι κτλ., όπου φυλάγονται τα πολύτιμα συνήθ. κοσμήματα.
[λόγ. κοσμηματ- (κόσμημα) -ο- + -θήκη]
- κοσμηματοποιία η [kozmimatopiía] Ο25 : η τέχνη της κατασκευής κοσμημάτων.
[λόγ. κοσμηματ- (κόσμημα) -ο- + -ποιία]
- κοσμηματοποιός ο [kozmimatopiós] Ο17 : αυτός που κατασκευάζει κοσμήματα.
[λόγ. κοσμηματ- (κόσμημα) -ο- + -ποιός]
- κοσμηματοπωλείο το [kozmimatopolío] Ο39 : το κατάστημα στο οποίο πωλούνται πολύτιμα κυρίως κοσμήματα: Διαρρήκτες μπήκαν σε κεντρικό ~ της πόλης και έκλεψαν όλα τα κοσμήματα.
[λόγ. κοσμηματ- (κόσμημα) -ο- + -πωλείον]
- κοσμηματοπώλης ο [kozmimatopólis] Ο10 : ιδιοκτήτης κοσμηματοπωλείου.
[λόγ. κοσμηματ- (κόσμημα) -ο- + -πώλης]
- κοσμητεία η [kozmitía] Ο25 : το αξίωμα του κοσμήτορα, ο χρόνος της θητείας του, καθώς και ο χώρος όπου εδρεύει ο κοσμήτορας: Aνέλαβε την ~ της Nομικής Σχολής. Kατά την ~ του
[λόγ. < ελνστ. κοσμητεία `το αξίωμα του (αρχ.) κοσμητή΄ (δες στο κοσμήτορας)]
- κοσμητικός -ή -ό [kozmitikós] Ε1 : κυρίως στον όρο κοσμητικό επίθετο: α. (γραμμ.) που αποδίδει στο ουσιαστικό μια ιδιότητα αναπόσπαστη και τελείως ιδιάζουσα, π.χ. «το άσπρο γάλα». β. (ειρ.) για υβριστικό, μειωτι κό χαρακτηρισμό που αποδίδεται σε κπ.: Tον στόλισε με διάφορα κοσμη τικά επίθετα.
[λόγ. < αρχ. κοσμητικός `έμπειρος στο στόλισμα΄ σημδ. νλατ. (epitheton) ornans]



