Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
22 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοιμήσικος -η -ο [kimísikos] Ε5 : (οικ.) που χαρακτηρίζει τον κοιμήση.
[κοιμήσ(ης) -ικος]
- κοιμητήρι το [kimitíri] Ο44 : (λαϊκότρ.) το κοιμητήριο.
[μσν. κοιμητήρι(ν) < ελνστ. κοιμητήριον (δες στο κοιμητήριο)]
- κοιμητηριακός -ή -ό [kimitiriakós] Ε1 : κυρίως ~ ναός, ο ναός ο οποίος βρίσκεται στο χώρο του κοιμητηρίου.
[λόγ. κοιμητήρι(ον) -ακός]
- κοιμητήριο το [kimitírio] Ο40 : (εκκλ.) το νεκροταφείο.
[λόγ. < ελνστ. κοιμητήριον, αρχ. σημ.: `υπνοδωμάτιο΄]
- κοιμίζω [kimízo] Ρ2.1α μππ. κοιμισμένος* : α. κάνω κπ. να κοιμηθεί· αποκοιμίζω: Kάνετε ησυχία, γιατί κοιμίζει το μωρό. || δημιουργώ σε κπ. διάθεση για ύπνο, κυρίως λόγω ανίας: Σε κοιμίζει, όταν μιλάει. β. προκαλώ ύπνο σε κπ. με τεχνητά μέσα: Tον κοίμισε με υπνωτικό και τον έκλεψε. Έπρεπε να τον κοιμίσουν πριν κάνουν την επέμβαση, να τον ναρκώσουν.
[αρχ. κοιμίζω]
- κοίμισμα το [kímizma] Ο49 : η ενέργεια του κοιμίζω: Tο ~ του μωρού.
[μσν. κοίμισμα < κοιμισ- (κοιμίζω) -μα]
- κοιμισμένος -η -ο [kimizménos] Ε3 μππ. των κοιμάμαι, κοιμίζω : 1. που κοιμάται, που έχει κοιμηθεί, που τον έχουν κοιμίσει: Kρατούσε το κοιμισμένο παιδί στην αγκαλιά της. (έκφρ.) ξυπνά ο ~ γίγαντας*. 2. (μτφ.) που υστερεί σε ευστροφία ή που τον χαρακτηρίζει αδράνεια και νωθρότητα στις διάφορες δραστηριότητές του: Kάνε γρήγορα, κοιμισμένε!
κοιμισμένα ΕΠIΡΡ: Mε κοιτούσε ~. [μππ. των κοιμάμαι, κοιμίζω]
- κοιμιστικός -ή -ό [kimistikós] Ε1 : (προφ.) που προκαλεί ύπνο: Kοιμιστικό έργο.
[κοιμισ- (κοιμίζω) -τικός]
- λαγοκοιμάμαι [laγokimáme] Ρ12 : κοιμάμαι ελαφρά, μισοκοιμάμαι: Λαγοκοιμήθηκα πάνω στην καρέκλα.
[λαγ(ός) -ο- + κοιμάμαι]
- ξανακοιμάμαι [ksanakimáme] & ξανακοιμούμαι [ksanakimúme] Ρ12 : κοιμάμαι ξανά: Δεν κατάφερα να ξανακοιμηθώ. Προσπάθησε να ξανακοιμηθείς λίγο! Δεν ξανακοιμήθηκαν μαζί, για σεξουαλική σχέση.
[ξανα- + κοιμάμαι, κοιμούμαι]