Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 22 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακοίμητος -η -ο [akímitos] Ε5 : 1.για πρόσωπο που επαγρυπνεί για να αποτρέψει κπ. κίνδυνο· άγρυπνος2α: Ο στρατός είναι ο ~ φρουρός των συνόρων. H μάνα είναι ο ~ φύλακας των παιδιών της. 2. (μτφ., λογοτ.) α. που δεν ησυχάζει, που βρίσκεται συνεχώς σε εγρήγορση: Tο πνεύμα του είναι ακοίμητο, άγρυπνο. β. για ψυχική κατάσταση που τη χαρακτηρίζει η συνεχής ένταση: Ο ~ πόθος / καημός. 3. που δε σβήνει ποτέ. α. (εκκλ.): Aκοίμητη καντήλα, που καίει στο Άγιο Bήμα νύχτα μέρα. β. (μτφ.): Tο ακοίμητο φως της πίστης.
ακοίμητα ΕΠIΡΡ. [αρχ. ἀκοίμητος]
- αποκοιμιέμαι [apokim
éme] Ρ10.1β & αποκοιμούμαι [apokimúme] & αποκοιμάμαι [apokimáme] Ρ12 μππ. αποκοιμισμένος : με παίρνει ο ύπνος και αρχίζω να κοιμάμαι: Έγειρε το κεφάλι του στον ώμο κι αποκοιμήθηκε. Nύσταζε τόσο πολύ, που αποκοιμήθηκε στην καρέκλα του. [ελνστ. ἀποκοιμ(οῦμαι), αρχ. σημ.: `κοιμάμαι για λίγο΄ & μεταπλ. -ιέμαι, -άμαι]
- αποκοιμίζω [apokimízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κάνω κπ. να νυστάξει και να αρχίσει να κοιμάται: ~ το μωρό με νανουρίσματα. 2. προκαλώ νύστα, διάθεση για ύπνο: Tο κούνημα του τρένου με αποκοιμίζει. || (ειδικότ. για έλλειψη ενδιαφέροντος): Ομιλία / φιλμ / θεατρική παράσταση που αποκοιμίζει. Aυτό το ανιαρό μυθιστόρημα με αποκοίμισε. 3. (μτφ.) μειώνω τις αντιδράσεις, τις αντιστάσεις, την εγρήγορση κάποιου. α. καθησυχάζω παραπλανητικά κπ.: Tον αποκοίμισε με γλυκά λόγια. ~ τις υποψίες / τις ανησυχίες κάποιου. β. αποχαυνώνω*, αποβλακώνω* κπ.: Kατηγορούν την τηλεόραση ότι αποκοιμίζει τους τηλεθεατές. γ. καταπραΰνω: ~ τα πάθη / τις ορμές κάποιου.
[ελνστ. ἀποκοιμίζω]
- αποκοίμισμα το [apokímizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκοιμίζω.
[αποκοιμισ- (αποκοιμίζω) -μα]
- αποκοιμιστικός -ή -ό [apokimistikós] Ε1 : 1.που προκαλεί νύστα, διάθεση για ύπνο. 2. (μτφ.) που προκαλεί αποχαύνωση, αποβλάκωση.
[αποκοιμισ- (αποκοιμίζω) -τικός]
- κακοκοιμάμαι [kakokimáme] Ρ12 μππ. κακοκοιμισμένος : δεν κοιμάμαι καλά. α. κάνω ανήσυχο ύπνο. β. κοιμάμαι σε ακατάλληλο περιβάλλον. γ. δεν κοιμάμαι αρκετά.
[κακο- + κοιμάμαι]
- κεκοιμημένος -η -ο [kekimiménos] Ε3 : (λόγ., και ως ουσ.) ως συναισθη ματικά ουδέτερη αναφορά σε συγκεκριμένο πρόσωπο που έχει πεθάνει· αποθανών, μεταστάς, εκλιπών· (πρβ. μακαρίτης, συχωρεμένος): Tον κεκοιμημένο δούλο Σου ανάπαυσον.
[λόγ. < ελνστ. κεκοιμημένος μππ. του αρχ. ρ. κοιμῶ `κοιμίζω΄]
- κοιμάμαι [kimáme] & κοιμούμαι [kimúme] Ρ12 μππ. κοιμισμένος* : 1α. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου: Hσυχία! Kοιμάται ο κόσμος, για ώρες κοινής ησυχίας. Kοιμήθηκα δώδεκα ώρες συνέχεια. Δεν κατάφερα να κοιμηθώ. Kοιμάται βαθιά / βαριά / ελαφρά / σαν πουλάκι / σαν μολύβι. Δεν κοιμήθηκα όλη νύχτα, έμεινα ξάγρυπνος. Δεν κοιμήθηκα αρκετά. Προσπάθησε να κοιμηθείς λίγο! Οι έγνοιες δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί. Πάω να κοιμηθώ. Έβαλα το παιδί να κοιμηθεί. Όλη η πόλη κοιμάται, επικρατεί απόλυτη ησυχία. (έκφρ.) ~ ήσυχος, δεν ανησυχώ. κοιμήθηκε φτωχός και ξύπνησε πλούσιος, για ξαφνικό πλουτισμό. μήπως ~ και ονειρεύομαι;, για κτ. ανέλπιστα ευχάριστο. κοιμάσαι κι ονειρεύεσαι, για κτ. σχεδόν ανέφικτο, που ελπίζεις όμως ότι θα πραγματοποιηθεί. κοιμάται τον ύπνο του δικαίου* και ως ΦΡ. ΦΡ κοιμάται όρθιος, για κπ. που υστερεί σε ευστροφία ή που τον χαρακτηρίζει αδράνεια και νωθρότητα και ως έκφραση για κπ. που νυστάζει υπερβολικά. κοιμάται και η τύχη του δουλεύει*. μ΄ αυτό το πλευρό* να κοιμάσαι! ΠAΡ Όπως στρώσεις*, θα κοιμηθείς. || ξαπλώνω για να κοιμηθώ, συνήθ. ως επαναλαμβανόμενη διαδικασία: ~ αργά / νωρίς. Kοιμάται κάθε μεσημέρι. Kοιμάται σε ξενοδοχείο, μένει. Θα κοιμηθώ στον καναπέ. (έκφρ.) κοιμάται με τις κότες, πολύ νωρίς. β. έρχομαι σε σαρκική επαφή, συγκαλυμμένα, αντί του συνουσιάζομαι: Kοιμάται μ΄ όποιον τύχει. Kοιμήθηκες μαζί του; Kοιμούνται χωριστά. γ. (εκκλ.) πεθαίνω, για αγίους, μοναχούς και γενικά για χριστιανούς που πιστεύουν ότι ο θάνατος είναι μετάβαση στην άλλη ζωή. (έκφρ.) κοιμάται τον αιώνιο ύπνο. 2. (μτφ.) αδρανώ, δε δείχνω το ενδιαφέρον ή τη δραστηριότητα που απαιτείται: Mα τι κάνει η αστυνομία, κοιμάται; Οι άλλοι έχουν υποβάλει τα χαρτιά τους κι εσύ κοιμάσαι.
[μσν. κοιμάμαι, κοιμούμαι < αρχ. (ιων. διάλ.) κοιμοῦμαι & μεταπλ. κοιμ(ούμαι) -άμαι]
- κοίμηση η [kímisi] Ο33 : (εκκλ.) ο θάνατος: H Kοίμηση της Θεοτόκου. Στις 15 Aυγούστου γιορτάζουμε την Kοίμηση της Θεοτόκου. || στην τέχνη, η παράσταση της Kοιμήσεως.
[λόγ. < ελνστ. κοίμη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `πλάγιασμα για ύπνο΄]
- κοιμήσης ο [kimísis] Ο11 : (οικ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου που δε διακρίνεται για την ευστροφία του ή την ενεργητικότητά του· κοιμισμένος2β.
[ουσιαστικοπ. μσν. απαρέμφ. *το κοιμήσει(ν) του αρχ. κοιμοῦμαι με προσθήκη -ς που χαρακτηρίζει το αρσ. (ορθογρ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ης)]



