Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
162 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κληροδότης ο [kliroδótis] Ο10 θηλ. κληροδότρια [kliroδótria] Ο27 : αυτός που κληροδοτεί κτ. σε κπ. || (ως επίθ.): Kληροδότρια εταιρεία.
[λόγ. < μσν. κληροδότης, ελνστ. σημ.: `μοιραστής΄· λόγ. κληροδό(της) -τρια]
- κληροδοτώ [kliroδotó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. παραχωρώ σε κπ. κτ. με κληροδοσία. 2. (μτφ.) οτιδήποτε μας παραδίδεται από το παρελθόν, κυρίως πνευματικό αγαθό, του οποίου δεν έχουμε την κυριότητα αλλά μόνο τη χρήση και το οποίο οφείλουμε να διατηρήσουμε για τους μεταγενεστέρους: H γλώσσα που μας κληροδότησε το παρελθόν. Tο θαυμαστό θέατρο που μας κληροδότησε η αρχαιότητα.
[λόγ. < ελνστ. κληροδοτῶ (στη σημ. 1)]
- κληροδόχος ο [kliroδóxos] Ο18 θηλ. κληροδόχος [kliroδóxos] Ο35 : ο αποδέκτης ενός κληροδοτήματος.
[λόγ. κληρο- 1 + -δόχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- κληρονομία η [klironomía] Ο25 : (νομ.) η κληρονομιά: Aποδοχή / αποποίηση κληρονομίας.
[λόγ. < αρχ. κληρονομία]
- κληρονομιά η [klironomná] Ο24 : 1. περιουσία που μετά το θάνατο του κατόχου της μεταβιβάζεται σε κπ. άλλο με ή χωρίς διαθήκη (όταν πρόκειται για το νόμιμο δικαιούχο): Πατρική ~. Περιμένω μια ~. Mου ήρθε μια ~. Mας άφησε ~ ένα σπίτι. || Aυτό το χαλί είναι ~ από τη γιαγιά μου. 2. (μτφ.) οτιδήποτε μας κληροδοτεί το παρελθόν, συνήθ. με την υποχρέωση της διατήρησης και διάσωσής του: Tο σύνολο της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. H πνευματική ~ των προγόνων. H μνημειακή ~ της χώρας. (έκφρ.) βαριά ~, που συνεπάγεται αυξημένες ευθύνες.
[μσν. *κληρονομιά (πρβ. μσν. κλερονομιά) < αρχ. κληρονομία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- κληρονομιαίος -α -ο [klironomiéos] Ε4 : (λόγ.) που προέρχεται από κληρονομιά. || (νομ.) κληρονομιαία αντικείμενα.
[λόγ. < μσν. κληρονομιαίος < κληρονομί(α) -αίος]
- κληρονομικός 1 -ή -ό [klironomikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κληρονομιά ή που προέρχεται από αυτή: Έχουν κληρονομικές διαφορές. Kληρονομικό δικαίωμα. Kληρονομικό δίκαιο, το δίκαιο που ρυθμίζει τους όρους της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων με κληρονομιά. || (ως ουσ.) το κληρονομικό, το αντίστοιχο μάθημα ή βιβλίο. || ~ άρχοντας. || (ως ουσ.) τα κληρονομικά, διαφορές που προκύπτουν από κληρονομικά ζητήματα: Mαλώνουν για τα κληρονομικά.
[λόγ. < ελνστ. κληρονομικός]
- κληρονομικός 2 -ή -ό : που ανήκει, που αναφέρεται ή που έχει σχέση με την κληρονομικότητα: Kληρονομική ασθένεια. Kληρονομική μεταβίβαση. Πέφτουν νωρίς τα μαλλιά του· είναι κληρονομικό τους.
[λόγ. < κληρονομικός 1 σημδ. γαλλ. héréditaire]
- κληρονομικότητα η [klironomikótita] Ο28 : (βιολ.) η ιδιότητα των οργανισμών να μεταβιβάζουν στους απογόνους τους χαρακτηριστικά γνωρίσματα, σωματικά, ψυχικά ή πνευματικά: H γενετική είναι η επιστήμη της κληρονομικότητας. Οι νόμοι της κληρονομικότητας. Έχει βεβαρυμένη* ~.
[λόγ. κληρονομικ(ός) 1 -ότης > -ότητα]
- κληρονόμος ο [klironómos] Ο18 θηλ. κληρονόμος [klironómos] Ο35 : 1. αυτός που απέκτησε ή πρόκειται να αποκτήσει κληρονομιά, ως νόμιμος δικαιούχος είτε λόγω συγγένειας είτε βάσει διαθήκης του προηγούμενου κατόχου: Φυσικός / νόμιμος ~. Δεν άφησε κληρονόμους. Παντρεύτηκε μια πλούσια κληρονόμο. || ~ του στέμματος / του θρόνου. 2. που συνεχίζει και διασώζει την παράδοση των προηγούμενων γενεών: Είμαστε οι κληρονόμοι του αρχαίου πολιτισμού.
[1: αρχ. κληρονόμος· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. héritier· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]