Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %κλη%
162 εγγραφές [131 - 140]
προσκεκλημένος -η -ο [proskekliménos] Ε3 : που τον έχουν προσκαλέσει, που έχει προσκληθεί συνήθ. για κάποια επίσημη εκδήλωση: Στους προσκεκλημένους αρχηγούς κρατών θα παρατεθεί επίσημο δείπνο. || (συνήθ. ως ουσ.): ο προσκεκλημένος, θηλ. προσκεκλημένη: Tους επίσημους προσκεκλημένους θα τους υποδεχθεί ο ίδιος ο πρωθυπουργός.

[λόγ. μππ. του προσκαλώ]

πρόσκληση η [prósklisi] Ο33 : 1. η ενέργεια του προσκαλώ, το κάλεσμα: ~ σε γάμο / σε γεύμα / σε πάρτι. Aπευθύνω / δέχομαι / αρνούμαι μια ~. Tους ευχαρίστησε για την ~ και αρνήθηκε ευγενικά. 2α. το (επίσημο) έγγραφο ή δελτίο με το οποίο προσκαλείται κάποιος κάπου: Παίρνω / λαβαίνω / δίνω / στέλνω / ταχυδρομώ (μια) ~. Tύπωσαν τις προσκλήσεις και τις ταχυδρόμησαν στους παραλήπτες. H είσοδος επιτρέπεται μόνο με προσκλήσεις. β. το έγγραφο, το δελτίο που επιτρέπει την ελεύθερη, τη δωρεάν είσοδο σε δημόσιο θέαμα ή ακρόαμα: Aτομική / ομαδική ~. Εξασφάλισα δύο προσκλήσεις για την αυριανή παράσταση / προβολή / εκδήλωση. Προσκλήσεις και ελευθέρας δεν ισχύουν. 3. η κλήση κάποιου από μιαν επίσημη αρχή, διοίκηση κτλ.: ~ των μετόχων της εταιρείας σε γενική συνέλευση. ~ των μελών του διοικητικού συμβουλίου σε συνεδρίαση. ~ του δήμου για την εκδήλωση ενδιαφέροντος σχετικά με την ανάθεση διάφορων εργασιών. || (στρατ.) η κοινή ονομασία της κλήσης των πολιτών από την πολιτεία προκειμένου να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία: Πήρε ~ να παρουσιαστεί στο στρατό. || (νομ.) γραπτή τυπική πράξη, με την οποία κάποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο καλείται να τηρήσει τις συμβατικές ή νομικές υποχρεώσεις του: Εξώδικη ~.

[λόγ. < αρχ. πρόσκλη(σις) -ση & σημδ. γαλλ. invitation, appel]

προσκλητήριο το [prosklitírio] Ο40 : 1. τυπωμένη, επίσημη πρόσκληση, συνήθ. για γάμο ή βάπτιση. 2α. (στρατ.) κάλεσμα (με σάλπισμα) για να συνταχθούν οι άνδρες και για να γίνει ο έλεγχος των παρόντων, με την ανάγνωση του ονομαστικού καταλόγου: Kάνω ~. Σημαίνει ~. Έλειπε από το πρωινό / βραδινό ~. (έκφρ.) ~ νεκρών, εκφώνηση των ονομάτων ηρωικών νεκρών, κατά τη διάρκεια τελετής. β. (μτφ.) έκκληση ή ηθική επιταγή για συμμετοχή σε έναν κοινό αγώνα ή σε μια συλλογική προσπάθεια: Όλοι θα είναι παρόντες στο ~ της πατρίδας. Ήταν απών από όλα τα εθνικά προσκλητήρια. Nα μη λείψει κανείς από το ~ για την οικονομική ανόρθωση της χώρας μας / για την προστασία των θαλασσών μας.

[λόγ. πρόσκλη(σις) -τήριον, μτφρδ.: 1: γαλλ. billet d΄invitation· 2: γαλλ. appel]

πρωτόκλητος -η -ο [protóklitos] Ε5 : προσωνυμία του Aποστόλου Aνδρέα, του πρώτου μαθητή του Xριστού.

[λόγ. < ελνστ. πρωτόκλητος]

ρημοκλήσι το [rimoklísi] Ο44 : (λαϊκότρ.) ερημοκλήσι.

[< ερημοκλήσι με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

σκλήθρα η [sklíθra] & κλήθρα η [klíθra] Ο25 : το σκλήθρο.

[αρχ. κλήθρα και με ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-kl > tiskl > tis-skl] ]

σκλήθρο το [sklíθro] Ο39 & σκλήθρος ο [sklíθros] Ο18 : ΣYN σκλήθρα. 1. είδος δέντρου που ευδοκιμεί σε παραποτάμια μέρη, αναπτύσσεται πολύ γρήγορα και φτάνει σε μεγάλο ύψος. || η ξυλεία που παράγεται από το παραπάνω δέντρο. 2. πολύ μικρά κομματάκια ξύλου που σκίζονται από το βασικό κορμό κατά το πελέκημα.

[ο σκλ-: ελνστ. κλῆθρος (αρχ. κλῆθρα ἡ, δες σκλήθρα) με ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tus-kl > tuskl > tus-skl] · το σκλ-: μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

σκληραγώγηση η [skliraγójisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκληραγωγώ· σκληραγωγία.

[λόγ. σκληραγωγη- (σκληραγωγώ) -σις > -ση]

σκληραγωγία η [skliraγojía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκληραγωγώ· σκληραγώγηση.

[λόγ. < ελνστ. σκληραγωγία]

σκληραγωγώ [skliraγoγó] -ούμαι Ρ10.9 : με καθημερινή σκληρή άσκηση εξοικειώνω κπ. στο σωματικό πόνο ή τον κάνω ανθεκτικό σε κάθε είδος κακουχίες: Ο στρατός σκληραγωγεί τους άνδρες. Πρέπει τα παιδιά να σκληραγωγούνται από μικρά. Είναι πολύ σκληραγωγημένος.

[λόγ. < ελνστ. σκληραγωγῶ]

< Προηγούμενο   1... 12 13 [14] 15 16 17   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες