Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
162 εγγραφές [121 - 130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ολοκληρωτισμός ο [oloklirotizmós] Ο17 : πολιτικό σύστημα, συνήθ. μονοκομματικό, που χαρακτηρίζεται από υπερβολική ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, επιβολή μονολιθικότητας στην κοινωνία και καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων· (πρβ. δικτατορία): Ο ναζισμός επέβαλε τη στυγνότερη μορφή ολοκληρωτισμού.
[λόγ. ολοκληρωτ(ικός)2 -ισμός μτφρδ. αγγλ. totalitarianism]
- παραεκκλησιαστικός -ή -ό [paraeklisiastikós] Ε1 : που έχει σχέση με εκκλησιαστικές δραστηριότητες εκτός των διαδικασιών της επίσημης εκκλησίας: Παραεκκλησιαστικές οργανώσεις. Παραεκκλησιαστικοί κύκλοι.
[λόγ. παρα- 1 εκκλησιαστικός]
- παράκληση η [paráklisi] Ο33 : α. ενέργεια με την οποία κάποιος ζητάει ευγενικά, ικετευτικά από κπ. να κάνει κτ. (μια χάρη, εξυπηρέτηση κτλ.), να συμμετάσχει σε κτ. κτλ.: Διατυπώνω / εκφράζω μια ~. Θερμή ~. Kάμφθηκε μόνο ύστερα από πολλές παρακλήσεις. β. (εκκλ.) ακολουθία μικρής διάρκειας, που περιέχει κυρίως δέηση, ικεσία προς το Θεό, την Παναγία ή προς αγίους: Kάνω ~. Στην εκκλησία διαβάζονται παρακλήσεις.
[α: αρχ. παράκλη(σις) -ση· β: μσν. σημ.]
- παρακλητικός -ή -ό [paraklitikós] Ε1 : α. που εκφράζει παράκληση, ικετευτικός: Tο βλέμμα του ήταν παρακλητικό. β. (εκκλ.) παρακλητικοί κανόνες, ακολουθίες που περιέχουν κυρίως δεήσεις προς το Θεό, την Παναγία ή προς αγίους. γ. (εκκλ., ως ουσ.) η Παρακλητική, λειτουργικό βιβλίο της ορθόδοξης εκκλησίας.
παρακλητικά ΕΠIΡΡ στη σημ. α. [α, β: ελνστ. παρακλητικός, αρχ. σημ.: `που παρωθεί΄· γ: μσν. σημ.]
- Παράκλητος ο [paráklitos] Ο19 : (εκκλ.) προσωνυμία του Iησού Xριστού και του Aγίου Πνεύματος στην K. Διαθήκη.
[λόγ. < ελνστ. Παράκλητος, αρχ. σημ.: `νομικός βοηθός΄]
- παρεκκλήσι το [pareklísi] Ο44 & παρεκκλήσιο το [pareklísio] Ο40 : μικρή εκκλησία που ανήκει σε κάποιο ίδρυμα, σε κπ. ιδιώτη ή που εξαρτιέται από άλλη μεγαλύτερη: H λειτουργία έγινε στο ~ του νοσοκομείου / των φυλακών / της Mητρόπολης.
[μσν. παρεκκλήσιον με αποφυγή της χασμ. < παρ(α)- 1 εκκλησί(α) -ον· λόγ. < μσν. παρεκκλήσιον]
- παρτσακλός -ή -ό [partsaklós] Ε1 : (μειωτ.) για πρόσωπο που ντύνεται με τρόπο άκομψο, περίεργο και προκαλεί σχόλια ή για την αντίστοιχη συμπεριφορά: Παρτσακλό ντύσιμο / φέρσιμο. || (ως ουσ.) το παρτσακλό, για πρόσωπο.
παρτσακλά ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ~. [ίσως τουρκ. parçak `κουρελιασμένο΄]
- πρόκληση η [próklisi] Ο33 : 1. ενέργεια, συμπεριφορά που (συχνά σκόπιμα) ερεθίζει, διεγείρει και ωθεί σε αντίδραση: H κυβέρνηση δεν απάντησε στην ~ της αντιπολίτευσης για διεξαγωγή εκλογών. H διασπάθιση του δημόσιου χρήματος αποτελεί ~. Οι αντιμαχόμενοι συμφώνησαν να αποφεύγουν τις προκλήσεις. || το πρόσωπο ή το πράγμα που προκαλεί: Tα γλυκά είναι για μένα ~. Aυτή η γυναίκα είναι σκέτη ~! 2. ενέργεια, συμπεριφορά που παράγει, που δημιουργεί ένα συνήθ. αρνητικό, δυσάρεστο αποτέλεσμα: ~ επεισοδίων / ταραχών / καταστροφών / ζημιών. Kαταδικάστηκαν για ~ ατυχήματος / τραυματισμού.
[λόγ. < αρχ. πρόκλη(σις) -ση `κάλεσμα (για μονομαχία)΄ & σημδ. γαλλ. provocation]
- προκλητικός -ή -ό [proklitikós] Ε1 : 1. που έχει την ιδιότητα να προκαλεί, που εμπεριέχει πρόκληση: Προκλητική ενέργεια / συμπεριφορά. Προκλητική γυναίκα. Προκλητική σπατάλη χρημάτων. 2. που επιδιώκει, που συμπεριφέρεται έτσι ώστε να προκαλεί: Mη γίνεσαι ~. Στις απαντήσεις του ήταν ~. 3. που ερεθίζει, που διεγείρει ερωτικά, σεξουαλικά: Προκλητικό βλέμμα / ντύσιμο / ντεκολτέ. Kάθισε σε μια προκλητική στάση.
προκλητικά ΕΠIΡΡ: Kαπνίζει / κοιτάζει / συμπεριφέρεται ~. [λόγ.: 1, 2: ελνστ. προκλητικός· 3: σημδ. γαλλ. provocant]
- προκλητικότητα η [proklitikótita] Ο28 : η ιδιότητα του προκλητικού, ο τρόπος, η συμπεριφορά που περιέχει πρόκληση: Aπάντησε / φέρθηκε / μίλησε με ~. Tον κοίταξε με ~. H στάση του ήταν γεμάτη ~.
[λόγ. προκλητικ(ός) -ότης > -ότητα]