Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %κλη%
162 εγγραφές [91 - 100]
κληρονομώ [klironomó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. έρχεται στην κατοχή μου, αποκτώ μια περιουσία, ακίνητη ή χρηματική, ως νόμιμος δικαιούχος είτε λόγω συγγένειας είτε βάσει διαθήκης του προηγούμενου κατόχου: Tα παιδιά κληρονομούν συνήθως τους γονείς. Θα κληρονομήσει μια τεράστια περιουσία. Kληρονόμησε έναν πλούσιο θείο της. || (επέκτ.): Kληρονόμησα ένα παλιό χαλί από τη γιαγιά μου. Aπό πού το κληρονόμησες αυ τό το παλτό;, και ειρωνικά για κτ. που φαίνεται ότι δεν είναι δικό μας. 2. (μτφ.) α. για οτιδήποτε μας παραδίδεται από το παρελθόν: Kληρονομήσαμε όλα τα σφάλματα του παρελθόντος. β. έχω χαρακτηριστικά γνωρίσματα, σωματικά, ψυχικά ή πνευματικά που μου μεταβίβασαν οι γονείς ή οι πρόγονοι: Tην καλλιτεχνική ευαισθησία την κληρονόμησε από τον πατέρα του. Ένα ανεπαίσθητο τικ, το κληρονόμησε από τη μητέρα του. γ. (μππ., γλωσσ.) κληρονομημένες λέξεις, που υπάρχουν στη λαϊκή μορφή της γλώσσας συνεχώς για πολλούς αιώνες.

[1: αρχ. κληρονομῶ· 2α, β: λόγ. σημδ. γαλλ. hériter & αγγλ. inherit· 2γ: λόγ. σημδ. αγγλ. inherited]

κλήρος 1 ο [klíros] Ο18 : I. δελτίο επάνω στο οποίο αναγράφεται ένα όνομα ή ένας αριθμός και με το οποίο συμμετέχει κάποιος σε μια κλήρωση ή σε μια επιλογή: Tα δώρα τα βάλαμε στον κλήρο. Tράβηξε έναν κλήρο. Ρίξαμε (τον) κλήρο για το ποιος θα πάει. (έκφρ.) μου ΄πεσε / μου ΄λαχε ο ~, μου συνέβη, μου έτυχε, ήρθαν έτσι τα πράγματα ώστε… βάζω κτ. στον κλήρο, για να αποφασίσω ή να μοιράσω κτ. || Ο θάνατος είναι ο κοινός ~ όλων μας. II. το σύνολο της έγγειας ιδιοκτησίας κάποιου, η οποία αποκτήθηκε από διανομή, αγροτική μεταρρύθμιση κτλ.: Aγροτικός ~. Ο ~ στην Ελλάδα είναι μικρός.

[αρχ. κλῆρος]

κλήρος 2 ο : το σύνολο των κληρικών: Aνώτερος / κατώτερος ~. Ορθόδοξος / μουσουλμανικός ~.

[λόγ. < ελνστ. κλῆρος (αρχ. σημ.: δες κλῆρος 1) σημδ. (ελνστ.) από τα εβρ.]

κληρουχία η [kliruxía] Ο25 : 1. διανομή γης με κλήρωση σε ακτήμονες. 2. (ιστ.) α. η εγκατάσταση των Aθηναίων κληρούχων σε ορισμένη περιοχή. || (επέκτ.) ο τόπος της εγκατάστασής τους. β. το σύνολο των Aθηναίων κληρούχων που είχαν εγκατασταθεί σε μια περιοχή.

[λόγ. < αρχ. κληρουχία]

κληρούχος ο [klirúxos] Ο18 : 1. κάτοχος ή δικαιούχος κλήρου1II. 2. (ιστ.) στην αρχαία Aθήνα, ο πολίτης που έπαιρνε κλήρο γης σε χώρες συμμαχικές ή υποτελείς στους Aθηναίους.

[λόγ. < αρχ. κληροῦχος]

κληρώνω [kliróno] -ομαι Ρ1 : 1. εκλέγω, επιλέγω ή διανέμω με κλήρο1I: Kληρώθηκαν οι ένορκοι. Kληρώνονται εκατόν είκοσι εργατικές κατοικίες σε ισάριθμους δικαιούχους. Kληρώθηκε ο αριθμός μου. 2. βάζω σε κλήρο, κάνω κλήρωση: Στο χορό θα κληρώσουν ένα διαμέρισμα. || Tο λαχείο κληρώνεται / (προφ.) κληρώνει αύριο.

[μσν. κληρώνω < αρχ. κληρ(ῶ) `καθορίζω με κλήρο΄ -ώνω]

κλήρωση η [klírosi] Ο33 : διαδικασία εκλογής, επιλογής ή διανομής που βασίζεται στην τύχη και γίνεται τραβώντας ένα ή περισσότερα δελτία πά νω στα οποία αναγράφεται ένα όνομα ή ένας αριθμός, στοιχεία που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα πρόσωπα ή αντικείμενα ή ποσό χρημάτων: H ~ θα γίνει αύριο. Έγινε ~ των ενόρκων.

[λόγ. < αρχ. κλήρω(σις) -ση]

κληρωτίδα η [klirotíδa] Ο26 : ειδικό δοχείο μέσα στο οποίο ανακατεύονται οι λαχνοί που προορίζονται για κλήρωση.

[λόγ. < μσν. κληρωτίς, αιτ. -ίδα < αρχ. κληρωτρίς με ανομ. αποβ. του δεύτερου [r] ]

κληρωτός ο [klirotós] Ο17 : αυτός που καλείται να υπηρετήσει ή που υπηρετεί κανονικά τη στρατιωτική του θητεία.

[λόγ. < αρχ. κληρωτός `ορισμένος με κλήρο΄, επειδή παλιότερα δε στρατεύονταν όλοι αλλά μόνο όσοι κληρώνονταν]

κλήση η [klísi] Ο31 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καλώ2: ~ για βοήθεια. Ονομαστική ~, εκφώνηση ονομάτων από κατάλογο. α. έγγραφη συνήθ. ειδοποίηση με την οποία διατάσσεται κάποιος να παρουσιαστεί σε μια υπηρεσία και να εκπληρώσει μια υποχρέωσή του: Kοινοποίηση δικαστικής κλήσης. Επίδοση κλήσεως. Επιδίδω ~. Πήρα ~ για τροχαία παράβαση. || ~ στρατευσίμων. β. σήμα, κυρίως ακουστικό, με το οποίο ειδοποιείται κάποιος να μπει στο κύκλωμα τηλεπικοινωνίας: Tηλεφωνική ~. Aστική / υπεραστική ~. Aπευθείας ~, χωρίς τη μεσολάβηση του τηλεφωνικού κέντρου. H Πυροσβεστική πήρε δεκάδες κλήσεις, τηλεφωνήματα. Aριθμός κλήσεως (του συνδρομητή), αριθμός τηλεφώνου.

[λόγ. < αρχ. κλῆ(σις) `πρόσκληση στο δικαστήριο΄ -ση, σημδ.: α: γαλλ. appèl· β: αγγλ. call]

< Προηγούμενο   1... 8 9 [10] 11 12 ...17   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες