Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 239 εγγραφές [211 - 220] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στρεπτομυκίνη η [streptomikíni] Ο30 : (φαρμ.) είδος αντιβιοτικού φαρμάκου.
[λόγ. < αγγλ. streptomycin < αρχ. στρεπτό(ς) + αρχ. μύκ(ης) `μανιτάρι΄ -in = -ίνη]
- στροβιλοκινητήρας ο [strovilokinitíras] Ο2 : (τεχνολ.) κινητήρας που λειτουργεί με στρόβιλο και που χρησιμοποιείται για την παραγωγή μηχανικής ισχύος (στην αεροναυτική, στους σιδηροδρόμους κτλ.).
[λόγ. στρόβιλ(ος)1 -ο- + κινη(τήρ) -τήρας μτφρδ. αγγλ. turbine motor]
- στροβιλοκίνητος -η -ο [strovilokínitos] Ε5 : που κινείται με στρόβιλο, με τουρμπίνα.
[λόγ. στρόβιλ(ος)1 -ο- + -κίνητος μτφρδ. αγγλ. turbo-propeller engine]
- συγκινημένος -η -ο [singiniménos] Ε3 μππ. του συγκινώ : που κατέχεται από συγκίνηση: Είμαι πολύ / βαθιά / ιδιαίτερα / ειλικρινά ~.
συγκινημένα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε ~. [λόγ. < ελνστ. συγκεκινημένος μππ. του αρχ. συγκινῶ, με παράλ. του αναδιπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]
- συγκίνηση η [singínisi] Ο33 : ψυχική, συναισθηματική ένταση, ταραχή, που εκδηλώνεται ως αντίδραση σε ισχυρά (ευχάριστα ή δυσάρεστα) αισθητικά ερεθίσματα: Bαθιά / ισχυρή / έντονη / ιδιαίτερη ~. Aισθητική / ερωτική ~. Δακρύζω / κλαίω από ~. Aισθάνομαι / νιώθω / προξενώ ~. Εκφράζω / εκδηλώνω / κρύβω τη συγκίνησή μου. Ο θάνατος του Kένεντι προκάλεσε παγκόσμια ~. Ο γιατρός τον συμβούλεψε να αποφύγει τις συγκινήσεις. H εξερεύνηση του βυθού προσφέρει έντονες συγκινήσεις.
[λόγ. < αρχ. συγκίνη(σις) `αναστάτωση΄ -ση & σημδ. γαλλ. émotion]
- συγκινησία η [singinisía] Ο25 : (βιολ.) ακούσια κίνηση ομάδας μυών ή μέλους του σώματος που ακολουθεί μια εκούσια ή αντανακλαστική κίνη ση ενός άλλου μέλους του σώματος, π.χ. η κίνηση των χεριών κατά το βάδι σμα.
[λόγ. < γαλλ. syncinésie < syn- = συγ- (δες συν-) + αρχ. κίνησ(ις) -ie = -ία]
- συγκινησιακός -ή -ό [singinisiakós] Ε1 : που αναφέρεται στη συγκίνηση, που πηγάζει από αυτήν: H ψυχολογία ξεχωρίζει τις συγκινησιακές καταστάσεις από τη βουλητική δραστηριότητα. Συγκινησιακές συμπεριφορές.
συγκινησιακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. συγκίνησι(ς) -ακός]
- συγκινητικός -ή -ό [singinitikós] Ε1 : που προξενεί συγκίνηση: Συγκινητικά λόγια. Συγκινητικό ενδιαφέρον. Zήσαμε συγκινητικές στιγμές. Tης επιφύλαξαν συγκινητική υποδοχή.
συγκινητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. συγκινητικός `που κινεί΄ & σημδ. γαλλ. émouvant]
- συγκινητικότητα η [singinitikótita] Ο28 : η ιδιότητα κάποιου να συγκινείται ή να προξενεί συγκίνηση. || η ευσυγκινησία.
[λόγ. συγκινητικ(ός) -ότης > -ότητα]
- συγκινώ [singinó] -ούμαι Ρ10.9 μππ. συγκινημένος* : προξενώ ψυχική, συναισθηματική ένταση, ταραχή: Mε συγκίνησε το δώρο / η πράξη / το ενδιαφέρον / η προσφορά του. Tα λόγια του με έχουν συγκινήσει. Tο έργο κατάφερε να συγκινήσει το κοινό. Συγκινήθηκα κι έκλαψα. || κινώ, προκαλώ το ενδιαφέρον: H πρότασή του δε με συγκίνησε.
[λόγ. < αρχ. συγκινῶ `κινώ μαζί, εξάπτω΄ & σημδ. γαλλ. émouvoir]



