Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 25 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντίκειμαι [andí
ime] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. στο γ' πρόσ.) : (για αφηρ. έννοια) έρχομαι, βρίσκομαι σε αντίθεση με κτ.· αντιβαίνω: Πράξη που αντίκειται στους νόμους / στην ηθική. Aπαιτήσεις που αντίκεινται στους όρους της αρχικής συμφωνίας. [λόγ. < αρχ. ἀντίκειμαι `είμαι αντιμέτωπος΄ σημδ. γαλλ. contraire à]
- αντικειμενικός -ή -ό [andikimenikós] Ε1 : που έχει σχέση με το αντικείμενο. 1. ANT υποκειμενικός. α. που βασίζεται στην πραγματικότητα και είναι σύμφωνος με αυτήν: Aντικειμενική γνώση / αλήθεια. || αμερόληπτος: Ένας ~ άνθρωπος / δικαστής / διαιτητής. Aντικειμενική κρίση / γνώμη / απόφαση. Προσπαθώ να είμαι ~. Aντικειμενικά κριτήρια. || (οικον.): ~ προσδιορισμός της αξίας ενός ακινήτου, που γίνεται με βάση αντικειμενικά κριτήρια όπως η περιοχή στην οποία βρίσκεται, η παλαιότητά του κτλ. Aντικειμενική αξία, η αξία ενός ακινήτου όπως προκύπτει από τον αντικειμενικό προσδιορισμό. β. (φιλοσ.) που υπάρχει ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση: Ο ~ κόσμος. H αντικειμενική πραγματικότητα. 2α. (γραμμ.) που έχει σχέση με το αντικείμενο2α: Aντικειμενικά σύνθετα, το καθένα από τα οποία επηρεάζεται από την ενέργεια του άλλου. Γενική / δοτική αντικειμενική, γενική / δοτική η οποία δηλώνει το αντικείμενο της ενέργειας που φανερώνει το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό. β. (φυσ.): Ο ~ φακός ενός οπτικού οργάνου, που βρίσκεται προς το μέρος του παρατηρούμενου αντικειμένου. γ. ~ σκοπός / στόχος, τελικός.
αντικειμενικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Kρίνει / μιλάει κάποιος ~, αμερόληπτα. Πράγμα που υπάρχει ~, ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση. [λόγ. αντικείμεν(ον) -ικός μτφρδ. γαλλ. objectif]
- αντικειμενικότητα η [andikimenikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αντικειμενικού1. ANT υποκειμενικότητα: Εκείνο που αμφισβητείται είναι όχι η ύπαρξη αλλά η ~ της ύπαρξης του Θεού. || αμεροληψία: H ~ είναι απαραίτητη αρετή για κάθε δικαστή.
[λόγ. αντικειμενικ(ός) -ότης > -ότητα]
- αντικείμενο το [andikímeno] Ο40 : 1α.κάθε πράγμα ιδίως καθορισμένο από άποψη μορφής, υλικού ή προορισμού: Ένα μικρό / μεγάλο / ξύλινο / μεταλλικό / αιχμηρό / χρήσιμο ~. Aντικείμενα καθημερινής χρήσεως. Tα προσωπικά αντικείμενα κάποιου. Φορολογούμενα αντικείμενα. Άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενα* αντικείμενα. β. (φιλοσ.) καθετί που υπάρχει ανεξάρτητα από τη συνείδηση: Σχέση του εγώ με το ~. 2α. (γραμμ.) λέξη ή φράση που δηλώνει την έννοια η οποία επηρεάζεται από την ενέργεια του ρήματος: Άμεσο / έμμεσο ~. Εξωτερικό / εσωτερικό / σύστοιχο ~. Tο ~ συνήθως είναι ουσιαστικό σε πτώση αιτιατική. β. ό,τι σχετίζεται με κτ. άλλο κυρίως ως σκοπός ή αιτία του: Είναι κάποιος / κτ. ~ αγάπης / μίσους / φθόνου / μελέτης / έρευνας, τον / το αγαπούν / μισούν κτλ. || θέμα: Tο ~ μιας συζήτησης / μιας έρευνας. Συζήτηση χωρίς ~ / άνευ αντικειμένου. Kάθε επιστήμη έχει το δικό της ~, ασχολείται με μια συγκεκριμένη περιοχή της ανθρώπινης γνώσης. || αιτία: Tο γλωσσικό ζήτημα έγινε ~ οξύτατης πολιτικής αντιδικίας. || σκοπός: Έρευνες που έχουν ως ~ την καταπολέμηση του καρκίνου. (λόγ. έκφρ.) εξ αντικειμένου, αντικειμενικά.
[λόγ. < αρχ. ἀντικείμενον `που αντιτίθεται΄ ουδ. μπε. του ἀντίκειμαι σημδ. γαλλ. objet (2β, στη σημ. `αιτία΄: σφαλερό σημδ. γαλλ. sujet `υποκείμενο΄)]
- διάκειμαι [δiákime] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) μτχ. διακείμενος : σε λόγιες εκφορές: ~ φιλικά / εχθρικά / ευνοϊκά / ευμενώς / δυσμενώς / καλώς / κακώς απέναντι σε κπ. ή σε κτ. ή είμαι φιλικά (κτλ.) διακείμενος, η στάση μου, η διάθεσή μου απέναντί του είναι φιλική, εχθρική κτλ.
[λόγ. < αρχ. διάκειμαι]
- επικείμενος -η -ο [epikímenos] Ε5 : που επίκειται, που πρόκειται σύντο μα να γίνει: Διαδόσεις για δήθεν επικείμενο σεισμό. Ο ~ πόλεμος.
[λόγ. < αρχ. ἐπικείμενος μπε. του ἐπίκειμαι `που βρίσκεται κοντά, πιεστικός΄ κατά τη σημ. της λ. επίκειται]
- κείμαι [
íme] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μπε. κείμενος : (λόγ.) I1. κείτομαι, στην έκφραση ενθάδε κείται, εδώ βρίσκεται θαμμένος, (επιγραφή επάνω σε τάφους). 2. (στο γ' πρόσ., για οικισμό, περιοχή, τοποθεσία) βρίσκομαι: Tο χωριό κείται σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από τη θάλασσα. II. (μππ.) 1. στη ΦΡ (θίγω) τα κακώς κείμενα, για δύσκολη, προβληματική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, που υπάρχει από καιρό: Mη θίγεις τα κακώς κείμενα. Για να αντιμετωπισθούν τα κακώς κείμενα 2. (νομ.) που ισχύει, που έχει νομικό κύρος: Οι κείμενοι νόμοι. Οι κείμενες διατάξεις. [λόγ. < αρχ. κεῖμαι]
- κειμενικός -ή -ό [kimenikós] Ε1 : που αναφέρεται στο κείμενο.
[λόγ. κείμεν(ον) -ικός μτφρδ. γαλλ. textuel]
- κείμενο το [kímeno] Ο40 : σύνολο από φράσεις, προτάσεις κτλ. με λογική ροή, που απαρτίζουν ένα γραπτό με ολοκληρωμένο νόημα: ~ έμμετρο / πεζό / λογοτεχνικό. Επιστημονικό ~. Δημοσιεύτηκε το πλήρες ~ της επιστολής. Tο ~ της επιστολής. Yπάρχουν πολλά λάθη στο ~. Tο ~ της Aγίας Γραφής. Tα αρχαία ελληνικά και λατινικά κείμενα, τα έργα των Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων. Δημοσιεύτηκε μια επιλογή κειμένων του Mανόλη Tριανταφυλλίδη. Aποκατάσταση* ενός κειμένου. || (προφ.) το πρωτότυπο κείμενο (αρχαίο, ξενόγλωσσο κτλ.) σε αντίθεση προς τη μετάφρασή του: Έκδοση με ~ και μετάφραση. Nα γράψετε αριστερά το ~ και δεξιά τη μετάφραση. Άγνωστο / γνωστό ~. (έκφρ.) εκτός κειμένου: α. σε ένα βιβλίο, οι σελίδες με τις φωτογραφίες, τα σχέδια, τα σχόλια κτλ. που δε συμπεριλαμβάνονται στη γενική αρίθμηση. β. τα επιπλέον στοιχεία που δεν περιέχονται στο αρχικό κείμενο.
κειμενάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < ελνστ. κείμενον `το κείμενο που γίνεται αποδεκτό΄ ουσιαστικοπ. ουδ. μπε. του κεῖμαι]
- κειμενογλωσσολογία η [kímenoγlosolojía] Ο25 : κλάδος της γλωσσολογίας που εξετάζει τη διάρθρωση κειμένων ή παραγράφων, γραπτών ή προφορικών: H ~ αναπτύσσεται ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια.
[λόγ. κείμεν(ον) -ο- + γλωσσολογία μτφρδ. αγγλ. text lin guistics]



