Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 575 εγγραφές [461 - 470] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπαγκαλόου το [báŋgalóu] & μπαγκαλόουζ το [báŋgalóuz] Ο (άκλ.) : μικρό οίκημα που μαζί με άλλα κοντινά και συνήθ. όμοια με αυτό αποτελεί τουριστική ξενοδοχειακή μονάδα: Nοίκιασε για το καλοκαίρι ένα ~ κοντά στη θάλασσα.
[λόγ. < αγγλ. bungalow (από τα ινδικά) και πληθ. bungalows]
- μπακάλης ο [bakális] Ο11 θηλ. μπακάλισσα [bakálisa] Ο27α : επαγγελματίας που πουλάει λιανικώς είδη καθημερινής χρήσης και ιδίως τρόφιμα· παντοπώλης: Ο ~ του χωριού / της γειτονιάς. || το κατάστημα του μπακάλη· μπακάλικο: Πηγαίνει στον μπακάλη για να ψωνίσει.
[τουρκ. bakkal -ης· μπακάλ(ης) -ισσα]
- μπακαλιάρος ο [bakaláros] Ο18 : ονομασία ψαριών: α. των βόρειων θαλασσών, που στη χώρα μας πουλιούνται κυρίως ως αλίπαστα: Aλιεία του μπακαλιάρου. ~ τηγανητός με σκορδαλιά. β. της Mεσογείου, τα οποία συγγενεύουν με τον μπακαλιάρο: Φρέσκος ~.
μπακαλιαράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. β. [ιταλ. *baccagliaro (πρβ. ιταλ. διαλεκτ. baccalaro, ισπαν. bacallao προφ. [l] ) -ς < ισπαν. bacallao, bacalao]
- μπακαλική η [bakalikí] Ο29 (χωρίς πληθ.) : το επάγγελμα του μπακάλη: Aσχολείται με τη ~. Είδη μπακαλικής, που πουλιούνται στα μπακάλικα.
[λόγ. μπακάλ(ης) -ική, θηλ. του -ικός]
- μπακάλικο το [bakáliko] Ο41 : το κατάστημα του μπακάλη· παντοπωλείο: Δεν ψωνίζει από το ~ της γειτονιάς αλλά από το σουπερμάρκετ, γιατί είναι φτηνότερο.
[μπακάλ(ης) -ικο]
- μπακάλικος -η -ο [bakálikos] Ε5 : 1. που ανήκει στον μπακάλη ή στο μπακάλικο: Mαθητικό τετράδιο βρόμικο σαν μπακάλικο τεφτέρι. 2. μπακαλίστικος1.
[μπακάλ(ης) -ικος]
- μπακαλίστικος -η -ο [bakalístikos] Ε5 : 1α. που χαρακτηρίζεται από προχειρότητα ή από έλλειψη λογικής: ~ λογαριασμός. β. άξεστος, αγροίκος: Mπακαλίστικο φέρσιμο. 2. μπακάλικος1.
[μπακάλ(ης) -ίστικος]
- μπακαλόγατος ο [bakalóγatos] Ο20 : (οικ.) νεαρός που δουλεύει ως υπάλληλος σε μπακάλικο.
[μπακάλ(ης) -ο- + γάτος]
- μπακαλοτέφτερο το [bakalotéftero] Ο41 : (μειωτ.) για λερωμένο, τσαλακωμένο ή και για πρόχειρο τετράδιο ή σημειωματάριο.
[μπακάλ(ης) -ο- + τεφτέρ(ι) -ο]
- μπακαλόχαρτο το [bakalóxarto] Ο41 : (μειωτ.) για επίσημο έγγραφο.
[μπακάλ(ης) -ο- + χαρτ(ί) -ο]



