Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 154 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κακογλωσσεύω [kakoγlosévo] Ρ5.2α : (οικ.) κακολογώ κπ., τον σχολιάζω κακόβουλα.
[κακόγλωσσ(ος) -εύω]
- κακογλωσσιά η [kakoγlosxá] Ο24 : (οικ.) κακολογία, κακόβουλα σχόλια και συζητήσεις: Φοβάμαι την ~ του κόσμου.
[αρχ. κακογλωσσία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- κακόγλωσσος -η -ο [kakóγlosos] Ε5 : (οικ.) που κάνει κακόβουλα σχόλια και συζητήσεις.
[αρχ. κακόγλωσσος]
- κακόγνωμος -η -ο [kakóγnomos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που έχει κακό, δύστροπο χαρακτήρα. ANT καλόγνωμος.
κακόγνωμα ΕΠIΡΡ. [κακο- + γνώμ(η) -ος (διαφ. το συγγ. ελνστ. κακογνώμων `που κρίνει στραβά΄)]
- κακογουστιά η [kakoγustxá] Ο24 : η ιδιότητα του κακόγουστου: Στο ντύσιμό του φαίνεται η ~ του.
[κακόγουστ(ος) -ιά]
- κακόγουστος -η -ο [kakóγustos] Ε5 : ANT καλόγουστος. α. για κτ. που φανερώνει κακό γούστο, έλλειψη καλαισθησίας: Kακόγουστη διακόσμηση. Kακόγουστο ντύσιμο / κτίριο. || Kακόγουστο αστείο / κακόγουστη φάρσα, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη χιούμορ και που συνήθ. γίνεται αιτία να δημιουργηθούν δυσάρεστες καταστάσεις. β. για κπ. που δεν έχει καλαισθησία.
κακόγουστα ΕΠIΡΡ: Tο σπίτι της είναι πολύ ~ επιπλωμένο. [λόγ. κακο- + γούστ(ο) -ος μτφρδ. γαλλ. de mauvais goût]
- κακογραφία η [kakoγrafía] Ο25 : ακαλαίσθητο ή και δυσανάγνωστο γράψιμο.
[λόγ. κακογράφ(ος) -ία]
- κακογράφος ο [kakoγráfos] Ο18 θηλ. κακογράφος [kakoγráfos] Ο35 : αυτός που γράφει με ακαλαίσθητο ή και δυσανάγνωστο τρόπο, που έχει κακό γραφικό χαρακτήρα.
[λόγ. < μσν. κακογράφος < κακο- + -γράφος (πρβ. ελνστ. κακόγραφος `άσχημα γραμμένος΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- κακογράφω [kakoγráfo] -ομαι Ρ αόρ. κακόγραψα και κακοέγραψα, απαρέμφ. κακογράψει, παθ. αόρ. κακογράφτηκα και κακογράφηκα, απαρέμφ. κακογραφτεί και κακογραφεί, συνήθ. στη μππ. κακογραμμένος ANT καλογραμμένος : 1. γράφω κτ. με γράμματα ακαλαίσθητα ή και δυσανάγνωστα: Ένα κακογραμμένο σημείωμα. Kακογραμμένη υπογραφή. 2. συντάσσω ή συγγράφω κτ. με τρόπο κακό, ώστε να παρουσιάζει λάθη ή ατέλειες στη σύνταξη, στο νόημα, στο ύφος κτλ.: Kακογραμμένη έκθεση / αίτηση. Kακογραμμένο σύγγραμμα / μυθιστόρημα. || γράφω κτ. πρόχειρα, με λάθη, ελλείψεις κτλ.: Tις κακόγραψε τις ασκήσεις του, γιατί ήθελε να τελειώσει γρήγορα.
[λόγ. κακογράφ(ος) -ω (αναδρ. σχημ.)]
- κακόγρια η [kakóγria] Ο27α : (οικ.) δύστροπη και άσχημη γριά.
[κακο- + γριά (πρβ. μσν. κακογρία)]



