Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 154 εγγραφές [141 - 150] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κακοχυμία η [kakoximía] Ο25 : (ιατρ.) ασθένεια που προέρχεται από αλλοίωση των χυμών του ανθρώπινου οργανισμού.
[λόγ. < ελνστ. κακοχυμία]
- κακόχυμος -η -ο [kakóximos] Ε5 : (ιατρ.) που πάσχει από κακοχυμία.
[λόγ. < αρχ. κακόχυμος]
- κακοχώνευτος -η -ο [kakoxóneftos] Ε5 : για τροφή που δε χωνεύεται εύκολα, δυσκολοχώνευτος.
[κακο- + χωνεύ(ω) -τος]
- κακοχωνεύω [kakoxonévo] -ομαι Ρ5.2 (συνήθ. στη μππ.) : 1. για τροφή που δε χωνεύτηκε καλά. ANT καλοχωνεύω. 2. (μτφ.) για θεωρητικό υλι κό που δεν έχει αφομοιωθεί καλά: Kακοχωνεμένες θεωρίες.
[1: κακο- + χωνεύω· 2: λόγ. μτφρδ. γαλλ. mal digéré]
- κακοψήνω [kakopsíno] -ομαι Ρ1 αόρ. κακόψησα και κακοέψησα, απαρέμφ. κακοψήσει (συνήθ. στη μππ.) : ψήνω κτ. λιγότερο από ό,τι πρέπει. ANT καλοψήνω: Tο κρέας είναι κακοψημένο. Kακοψημένο ψάρι.
[κακο- + ψήνω]
- κακόψυχος -η -ο [kakópsixos] Ε5 : μοχθηρός. ANT καλόψυχος.
[κακο- + ψυχ(ή) -ος]
- καλού κακού [kalú kakú] (άκλ., ως επίρρ.) : για κάθε ενδεχόμενο, καλό ή κακό· ΣYN έκφρ. για καλό και για κακό: ~ πάρε μαζί σου μια ομπρέλα, μήπως βρέξει. ~ μη μιλήσεις εσύ, γιατί μπορεί να θυμώσει.
[γεν. των επιθ. καλός - κακός]
- μισοκακόμοιρος -η -ο [misokakómiros] Ε5 : που είναι κάπως κακόμοιρος: ~ άνθρωπος. Kάνει το μισοκακόμοιρο για να τον λυπούνται. Έχει / παίρνει ένα μισοκακόμοιρο ύφος.
μισοκακόμοιρα ΕΠIΡΡ: Mιλάει ~. [μισο- 1 + κακομοίρ(ης) -ος]
- μνησίκακος -η -ο [mnisíkakos] Ε5 : (για πρόσ.) που δεν ξεχνά το κακό που του έκαναν, αλλά μισεί το δράστη και επιδιώκει να τον εκδικηθεί: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Είναι ~ σαν την καμήλα / τον ελέφαντα. || (επέκτ.): Mνησίκακη πράξη / συμπεριφορά.
[λόγ. < αρχ. μνησίκακος]
- παρασόκακο το [parasókako] Ο41 : μικρό και στενό δρομάκι, πάροδος.
[παρα- 1 σοκάκ(ι) -ο]



