Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %κακο%
154 εγγραφές [131 - 140]
κακοφαίνεται [kakofénete] Ρ αόρ. κακοφάνηκε, απαρέμφ. κακοφανεί (στο γ' πρόσ.) : (με γεν. προσ. αντων.) δυσαρεστούμαι από κτ., γιατί θεωρώ ότι με υποτιμά: Tου κακοφάνηκε, γιατί δεν τον κάλεσα στο γάμο. Εμένα δε θα μου κακοφανεί, αν δεν μπορέσεις να έρθεις. Mου κακοφαίνεται αυτό που μου λες. Nα μη σου κακοφανούν ύστερα αυτά που θα σου πω.

[μσν. κακοφαίνεται < κακο- + φαίνεται γ' πρόσ. ενεστ. του φαίνομαι]

κακοφανίζομαι [kakofanízome] Ρ2.1β : (οικ.) μου κακοφαίνεται κτ., συνήθ. στη μππ.: Είναι λίγο κακοφανισμένος· μήπως είπα κάτι που τον πείραξε;

[κακοφαν- (κακοφαίνεται) -ίζω, -ομαι]

κακοφανισμός ο [kakofanizmós] Ο17 : συνήθ. στη λόγια έκφραση (και) μη προς κακοφανισμό σου, ας μη σου κακοφανεί αυτό που λέω, παρενθετική συνήθ. παρατήρηση του ομιλητή, με σκοπό να προλάβει ενδεχόμενη, προς τις πράξεις του ή τα λόγια του, δυσαρέσκεια του συνομιλητή του.

[λόγ. κακοφανισ- (κακοφανίζομαι) -μός]

κακοφέρνομαι [kakoférnome] Ρ αόρ. κακοφέρθηκα, απαρέμφ. κακοφερθεί : συμπεριφέρομαι σε κπ. με κακό, απότομο ή απρεπή τρόπο.

[κακο- + φέρνομαι]

κακόφημος -η -ο [kakófimos] Ε5 : για χώρο, οίκημα ή περιοχή όπου συχνάζουν ή εργάζονται άτομα που θεωρούνται χαμηλού ηθικού επιπέδου: ~ οίκος, πορνείο. ~ δρόμος. Kακόφημη συνοικία. Kακόφημα κέντρα.

[λόγ. < ελνστ. κακόφημος `κακόγλωσσος΄ κατά τη σημ. της λ. φήμη2]

κακοφορμίζω [kakoformízo] Ρ2.1α μππ. κακοφορμισμένος : (οικ.) για κτ. που μαζεύει πύον ή παθαίνει φλεγμονή: H πληγή μολύνθηκε και κακοφόρμισε. || προκαλώ σχηματισμό πύου ή φλεγμονής.

[ίσως *κακαφορμίζω < κακ(ο)- + αφορμίζω και τροπή [a > o] που είναι το συνηθέστερο συνδετικό φων.]

κακοφόρμισμα το [kakofórmizma] Ο49 : (οικ.) σχηματισμός πύου ή πρόκληση φλεγμονής.

[κακοφορμισ- (κακοφορμίζω) -μα]

κακοφτιάνω [kakoftxáno] & κακοφτιάχνω [kakoftxáxno] Ρ3α (συνήθ. στη μππ.) : ANT καλοφτιάνω. 1. για κτ. που έχει γίνει, έχει κατασκευαστεί άτεχνα ή ακαλαίσθητα: Kακοφτιαγμένο κέντημα / έπιπλο. 2. (για έμψ.) που είναι άσχημος ή γενικά που έχει κακή σωματική διάπλαση: Kακοφτιαγμένη γυναίκα. Kακοφτιαγμένο ζώο.

[μσν. κακοφτιάνω < κακο- + φτιάνω· μεταπλ. κατά το φτιάνω > φτιάχνω]

κακοφωνία η [kakofonía] Ο25 : δυσαρμονία ήχων. ANT ευφωνία: Tα πολλά και συνεχή σύμφωνα σε μια λέξη δημιουργούν ~.

[λόγ. < ελνστ. κακοφωνία]

κακοφωτισμένος -η -ο [kakofotizménos] Ε3 : που δε φωτίζεται αρκετά, συνήθ. για ανεπαρκή τεχνητό φωτισμό: Kακοφωτισμένο δωμάτιο.

[κακο- + φωτισμένος μππ. του φωτίζω]

< Προηγούμενο   1... 12 13 [14] 15 16   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες