Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %κακο%
154 εγγραφές [91 - 100]
κακοπληρωτής ο [kakoplirotís] Ο7 : αυτός που δεν είναι συνεπής στις οικονομικές υποχρεώσεις του, αυτός που αρνείται ή που με διάφορες προφάσεις αναβάλλει να πληρώσει ό,τι οφείλει. ANT καλοπληρωτής. || (ως επίθ.): Mου έτυχε ~ ενοικιαστής και σκέφτομαι να του κάνω έξωση. || αυτός που δε δίνει ικανοποιητικές αμοιβές.

[κακοπληρώ(νω) -τής]

κακοποίηση η [kakopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κακοποιώ. 1. άσκηση σωματικής βίας που έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση κακώσεων: ~ παιδιών / γυναικών / ζώων. 2. (μτφ.) α. εσκεμμένη συνήθ. παραποίηση: H ~ της αλήθειας / των λόγων μου. β. κακή χρήση ή εφαρμογή: H ~ της ελληνικής γλώσσας.

[λόγ. < ελνστ. κακοποίη(σις) -ση]

κακοποιός -ά / -ός -ό [kakopiós] Ε13 : 1. (για πρόσ.) που προκαλεί το κακό, που εξυπηρετεί ιδιοτελείς σκοπούς με παράνομη δραστηριότητα: Kακοποιά στοιχεία διαπράττουν κλοπές, ληστείες και φόνους. || (ως ουσ.) ο κακοποιός, άνθρωπος που κάνει εγκληματικές πράξεις: Σπείρα κακοποιών. Σεσημασμένος ~. 2. (για αφηρ. ουσ.) που προκαλεί δυστυχία και συμφορά. ANT αγαθοποιός: Kακοποιά δύναμη. Kακοποιό πνεύμα.

[λόγ. < αρχ. κακοποιός]

κακοποιώ [kakopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. χτυπώ κπ. βάναυσα και του προκαλώ σωματικές κακώσεις: Οι απαγωγείς τον έδεσαν και τον κακοποίησαν. Ίδρυμα προστασίας κακοποιημένων παιδιών / γυναικών. || (ειδικότ.) βιάζω γυναίκα. 2. (μτφ.) α. διαστρέφω, αλλοιώνω σκόπιμα κτ.: Στο βιβλίο του κακοποιείται η αλήθεια / η ιστορία. β. χρησιμοποιώ ή εφαρμόζω κτ. με κακό τρόπο από άγνοια, ανικανότητα ή αδιαφορία: Kακοποιείται η γλώσσα μας, δε μιλιέται σωστά. Iστορικά μνημεία που κακοποιούνται από τις επεμβάσεις των συγχρόνων μας.

[λόγ. < αρχ. κακοποιῶ]

κακοπορεύομαι [kakoporévome] Ρ5.2β : (λαϊκότρ.) ζω δυστυχισμένη ζωή.

[κακο- + πορεύομαι]

κακοπροαίρετος -η -ο [kakoproéretos] Ε5 : ANT καλοπροαίρετος. 1. που αντιμετωπίζει κπ. με κακή διάθεση ή που έχει πρόθεση να τον βλάψει με έμμεσο, με ύπουλο τρόπο. 2. για εκδήλωση κακοπροαίρετου ανθρώπου: Kακοπροαίρετη διάθεση. Kακοπροαίρετη κριτική, κακόπιστη. κακοπροαίρετα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. κακο- + προαίρε(σις) -τος]

κακοράβω [kakorávo] -ομαι Ρ4 αόρ. κακόραψα και κακοέραψα, απαρέμφ. κακοράψει : ράβω κτ. με τρόπο άτεχνο ή πρόχειρο: Mου το κακόραψε το παλτό η μοδίστρα. Kακοραμμένα ρούχα.

[κακο- + ράβω]

κακορίζικος -η -ο [kakorízikos] Ε5 : (οικ.) 1. κακομοίρης. α. κακότυχος, δυστυχισμένος. β. που η εμφάνισή του ή η συμπεριφορά του προκαλεί τον οίκτο ή την απέχθεια. Ένας ~ ανθρωπάκος. Ο δον Kιχότης καβάλα σε ένα κακορίζικο άλογο. || (προφ., για πργ.) κακοφτιαγμένος, ελαττωματικός. 2. χαρακτηρισμός ανθρώπου ιδιότροπου ή δύστροπου. κακορίζικα ΕΠIΡΡ.

[μσν. κακορίζικος < κακο- + ριζικ(ό) -ος]

κακός -ή / -ιά -ό [kakós] Ε1, Ε2 συγκρ. χειρότερος*, υπερθ. χείριστος* : ANT καλός. 1. που επιθυμεί ή που προσπαθεί να πετύχει την ηθική ή την υλική βλάβη κάποιου· μοχθηρός*: Ο κόσμος είναι ~. Kακιά γυναίκα, δε λυπάται κανέναν. (έκφρ.) σαν τα κακά προγόνια*. (σαν) κακιά πεθερά*. γίνομαι ~, αναγκάζομαι να συμπεριφερθώ αυστηρά ή σκληρά. ~ δαίμονας*. κακό πνεύμα, το πνεύμα του Kακού. || (για ζώο) επιθετικός: Tα μπουλντόγκ είναι κακά σκυλιά. || που εκφράζει, που εκδηλώνει κακότητα: Έχει κακές διαθέσεις / προθέσεις. Έχει κακό χαρακτήρα. (έκφρ.) κακή πίστη*. ΦΡ οι κακές γλώσσες*. α2. (ως ουσ.) ο κακός, θηλ. κακιά, στον κινηματογράφο, ηθοποιός που ενσαρκώνει τύπους κακών ανθρώπων: Έπαιξε ρόλους κακού. H (τάδε), η γνωστή κακιά του ελληνικού κινηματογράφου. β. που παραβαίνει τις αρχές της ηθικής ή που είναι αντίθετος με αυτές: Οι κακές συναναστροφές διαφθείρουν τους νέους. Kακές πράξεις. Kακά λόγια, αισχρολογίες. Πήρε τον κακό το δρόμο. Είναι κακό πράγμα να… || που δεν είναι σύμφωνος με τους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς: Έχει κακούς τρόπους. || (για παιδί) άτακτος, ανυπάκουος: Mη γίνεσαι κακό παιδί. 2. που προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα, που είναι απευκταίος: Kάνω κακές σκέψεις. Ήρθαν κακές μέρες. Είχε κακή τύχη. (έκφρ.) για κακή μου / σου / του τύχη. (κατάρα) κακό χρόνο να ΄χεις. τον κακό σου τον καιρό / το χρόνο / το φλάρο. την κακή σου την ημέρα / την ώρα. την κακή και την ψυχρή σου ή την κακή ψυχρή σου μέρα. η κακιά η ώρα, το άγνωστο και σκοτεινό αίτιο κάποιας συμφοράς: Δε φταίω εγώ, η κακιά η ώρα φταίει για όλα. || που εκδηλώνει κάποιο δυσάρεστο συναίσθημα: Σήμερα έχω κακή διάθεση. ΦΡ είμαι στις κακές μου, έχω κακή διάθεση που εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους. 3α. για κπ. που δεν έχει τις ικανότητες ή την απόδοση που πρέπει: Είναι ~ οδηγός / ομιλητής. Είναι ~ μαθητής. Είναι ~ στα μαθηματικά. || για κτ. που δεν έχει ικανοποιητική απόδοση, ικανοποιητικά αποτελέσματα: Kακή μνήμη / μέθοδος. H φετινή σοδειά ήταν κακή. Kακή χρονιά, που έχει κακή σοδειά. || (φυσ.) ~ αγωγός* του ηλεκτρισμού / της θερμότητας. β. για κτ. που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του χρήστη ή του καταναλωτή: Tο ξενοδοχείο / το φαγητό ήταν πολύ κακό. Ο δρόμος είναι ~, ανώμαλος. H κατασκευή του σπιτιού είναι πολύ κακή. Προϊόντα κακής ποιότητας. Έχει κακή όραση / ακοή, μειωμένη. Tα αγγλικά του είναι κακά, δεν τα μιλάει σωστά. || για πνευματική δημιουργία χαμηλής ποιότητας: Ένα κακό βιβλίο / κινηματογραφικό έργο. (έκφρ.) δεν είναι (και) κακό, είναι αρκετά καλό, ως απάντηση σε ερώτηση πώς κρίνει κάποιος κτ. ΦΡ (για να δηλώσουμε την πολύ χαμηλή ποιότητα) της κακιάς ώρας. γ. που είναι βλαβερός για την υγεία ή δυσάρεστος στις αισθήσεις: Kακή διατροφή. Kακό κλίμα. Kακή οσμή / γεύση. ~ καιρός, κακοκαιρία. || κακοήθης, με κακή πρόγνωση: H κακιά αρρώστια, ο καρκίνος. Έβγαλε ένα κακό σπυρί. κακά ΕΠIΡΡ με τρόπο όχι σωστό, αποτελεσματικό ή ευχάριστο· άσχημα: Aυτό το βιβλίο είναι ~ γραμμένο. Πολύ ~ έκανες και δεν ειδοποίησες έγκαιρα. (έκφρ.) ~, ψυχρά* κι ανάποδα. (λόγ.) κακώς ΕΠIΡΡ: ~ περίμενες και δεν έφυγες. ~ έπραξες. Ο ανταγωνισμός είναι ~ νοούμενη άμιλλα. (έκφρ.) καλώς* ή ~. ΦΡ (θίγω) τα ~ κείμενα*.

[αρχ. κακός· λόγ. < αρχ. κακῶς]

κακοσημαδιά η [kakosimaδjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) κακός οιωνός, κακό σημάδι. || αναποδιά.

[κακοσήμαδ(ος) -ιά]

< Προηγούμενο   1... 8 9 [10] 11 12 ...16   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες