Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.710 εγγραφές [1611 - 1620] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φασισταριό το [fasistarjó] Ο38 : (προφ., μειωτ.) φασίστας ή σύνολο φασιστών.
[φασίστ(ας) -αριό]
- φασίστας ο [fasístas] Ο3 θηλ. φασίστρια [fasístria] Ο27 : 1. οπαδός του φασισμού: Kαταδικάστηκε για συνεργασία με τους φασίστες. 2. για άτο μο που χαρακτηρίζεται από αυταρχική, καταπιεστική νοοτροπία ή συμπεριφορά: Στις παρέες του εμφανίζεται ως αριστερός αλλά στο σπίτι του είναι ~.
φασιστάκι το (μειωτ.) YΠΟKΟΡ φασισταράς ο MΕΓΕΘ. [ιταλ. fascista -ς· λόγ. φασίσ(τας) -τρια· φασίστ(ας) -αράς]
- φασιστής ο [fasistís] Ο7 : (σπάν.) φασίστας.
[λόγ. < ιταλ. fasc(ista) -ιστής]
- φασιστικός -ή -ό [fasistikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο φασισμό ή στο φασίστα: Φασιστικό καθεστώς. Mετά τον πόλεμο ήρθαν στο φως οι φασιστικές φρικαλεότητες. 2. που είναι αυταρχικός, αντιδημοκρατικός, που επιβάλλεται με τη βία: Tα φασιστικά μέτρα / οι φασιστικοί νόμοι της κυβέρνησης.
φασιστικά ΕΠIΡΡ: Xαιρετάει / συμπεριφέρεται ~. [λόγ. φασίστ(ας) -ικός]
- φασιστοειδής -ής -ές [fasistoiδís] Ε10 : που ταιριάζει, που προσιδιάζει σε φασίστα· φασιστικός: ~ συμπεριφορά. || (ως ουσ., μειωτ.) το φασιστοειδές, φασίστας.
[λόγ. φασίστ(ας) -ο- + -ειδής]
- φασιστόμουτρο το [fasistómutro] Ο41 : (υβρ.) φασίστας.
[φασίστ(ας) -ο- + μούτρο]
- φαταλιστής ο [fatalistís] Ο7 θηλ. φαταλίστρια [fatalístria] Ο27 : μοιρολά τρης.
[λόγ. < γαλλ. fataliste (-iste = -ιστής)· λόγ. φαταλισ(τής) -τρια]
- φεμινιστικός -ή -ό [feministikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο φεμινισμό ή στις φεμινίστριες: Φεμινιστικό κίνημα / άρθρο / περιοδικό. Φεμινιστικές εκδηλώσεις / απόψεις / θέσεις.
φεμινιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. φεμινιστ(ής) -ικός]
- φεμινίστρια η [feminístria] Ο27 αρσ. φεμινιστής [feministís] Ο7 : οπαδός του φεμινισμού ως αντίληψης ή μέλος του αντίστοιχου κινήματος: Συγκέντρωση / διαδήλωση φεμινιστριών. Είναι φανατική ~.
[λόγ. < γαλλ. féministe (-iste = -ιστής, -ίστρια)· λόγ. φεμινίσ(τρια) -τής (αναδρ. σχημ.)]
- φεντεραλιστής ο [federalistís] Ο7 : οπαδός της πολιτικής θεωρίας του φεντεραλισμού.
[λόγ. < γαλλ. fédéraliste (-iste = -ιστής)]



