Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ιστ%
1.710 εγγραφές [1641 - 1650]
φονταμενταλιστής ο [fondamentalistís] Ο7 θηλ. φονταμενταλίστρια [fon damentalístria] Ο27 : ο οπαδός του φονταμενταλισμού.

[λόγ. < αγγλ. fundamentalist (-ist = -ιστής)· λόγ. φονταμενταλισ(τής) -τρια]

φονταμενταλιστικός -ή -ό [fondamentalistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο φονταμενταλισμό ή στο φονταμενταλιστή.

[λόγ. < αγγλ. fundamentalistic < fundamentalist = φονταμενταλιστ(ής) -ic = -ικός]

φορμαλιστής ο [formalistís] Ο7 θηλ. φορμαλίστρια [formalístria] Ο27 : αυτός που ακολουθεί, που υιοθετεί το φορμαλισμό ως τρόπο σκέψης, έκφρασης και συμπεριφοράς: Είναι ~ και δεν ανοίγεται στο καινούριο και στο ασυνήθιστο. Οι Ρώσοι φορμαλιστές δημιούργησαν σχολή στη λογοτεχνική κριτική. Bασικό στοιχείο των φορμαλιστών είναι ο υπερτονισμός της μορφής σε σχέση με το περιεχόμενο.

[λόγ. < γαλλ. formaliste (-iste = -ιστής)· λόγ. φορμαλισ(τής) -τρια]

φορμαλιστικός -ή -ό [formalistikós] Ε1 : που αναφέρεται στο φορμαλισμό ή στο φορμαλιστή: Φορμαλιστικές θεωρίες / μέθοδοι / απόψεις. Οι φορμαλιστικές αναλύσεις παραγνωρίζουν την αξία του περιεχομένου. φορμαλιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. φορμαλιστ(ής) -ικός]

φορτιστής ο [fortistís] Ο7 : συσκευή που φορτίζει μπαταρίες, συσσωρευτές: ~ κινητού τηλεφώνου.

[λόγ. φορτισ- (φορτίζω) -τής μτφρδ. αγγλ. charger]

φορτσαριστός -ή -ό [fortsaristós] Ε1 : (προφ.) που διαθέτει ταχύτητα, ορμή, δύναμη: Έρχεται / φεύγει / περνάει / τρέχει ~. φορτσαριστά ΕΠIΡΡ: Πέρασε με το αυτοκίνητό του ~.

[φορτσαρισ- (φορτσάρω) -τός]

φουλαριστός -ή -ό [fularistós] Ε1 : (προφ.) 1. που είναι τελείως γεμάτος, πλήρης: Tο γήπεδο ήταν φουλαριστό. 2. που έχει αναπτύξει τη μέγιστη ταχύτητα, που κινείται πάρα πολύ γρήγορα: Ήρθα ~ από την Aθήνα σε πέντε ώρες. φουλαριστά ΕΠIΡΡ.

[φουλαρισ- (φουλάρω) -τός]

φουρνιστός -ή -ό [furnistós] Ε1 : που ψήθηκε, που παρασκευάστηκε σε φούρνο: Φουρνιστό ψωμί. Φουρνιστές πατάτες. || Φουρνιστή ξυλεία, που έχει περάσει από κλίβανο.

[φουρνισ- (φουρνίζω) -τός]

φουτουριστής ο [futuristís] Ο7 θηλ. φουτουρίστρια [futurístria] Ο27 : καλλιτέχνης που ακολουθεί το φουτουρισμό: Οι Iταλοί φουτουριστές. || (ως επίθ.): Φουτουριστές ζωγράφοι / ποιητές.

[λόγ. < ιταλ. futurista (ή μέσω του γαλλ. futuriste) (-ista, -iste = -ιστής)· λόγ. φουτουρισ(τής) -τρια]

φουτουριστικός -ή -ό [futuristikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στο φουτουρισμό ή στους φουτουριστές: Φουτουριστική διακήρυξη / έκθεση / τεχνοτροπία / ποίηση / ζωγραφική. φουτουριστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. φουτουριστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   1... 163 164 [165] 166 167 ...171   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες