Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ιστ%
1.710 εγγραφές [91 - 100]
αθροιστικός -ή -ό [aθristikós] Ε1 : που έχει σχέση με την άθροιση: α. με την πρόσθεση των αριθμών: Aθροιστικό λάθος. Aθροιστική μηχανή, με την οποία γίνεται η άθροιση. β. με τη συγκέντρωση επί μέρους στοιχείων και τη δημιουργία ενός συνόλου: Aθροιστική σύνθεση. || (γραμμ.): Aθροιστικό όνομα, περιληπτικό. || (φιλολ.): Tο αθροιστικό πρόθημα ἁ- της αρχαίας ελληνικής. αθροιστικά ΕΠIΡΡ: Φάρμακο που ενεργεί ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀθροιστικός `που συγκεντρώνει΄ σημδ. αγγλ. adding]

αθρυμμάτιστος -η -ο [aθrimátistos] Ε5 : που δε θρυμματίστηκε. ANT θρυμματισμένος.

[λόγ. α- 1 θρυμματισ- (θρυμματίζω) -τος]

αθυμιάτιστος -η -ο [aθimnátistos] Ε5 : που δεν τον έχουν θυμιατίσει· αλιβάνιστος.

[α- 1 θυμιατισ- (θυμιατίζω) -τος]

αθωράκιστος -η -ο [aθorákistos] Ε5 : ANT θωρακισμένος. 1. που δε διαθέτει θώρακα, δηλαδή μεταλλική προστατευτική επένδυση: Aθωράκιστο πολεμικό πλοίο / άρμα μάχης. 2. (μτφ.) α. που δε διαθέτει τα απαραίτητα για την άμυνα: H χώρα έμεινε αθωράκιστη απέναντι στην τουρκική απειλή. β. που δεν προστατεύεται ικανοποιητικά: Άφησαν τη δημοκρατία αθωράκιστη, στόχο εύκολο για τους εχθρούς της.

[λόγ. < αρχ. ἀθωράκιστος `χωρίς θώρακα (αμυντική κάλυψη του στήθους)΄ κατά τη σημ. της λ. θωρακίζω]

ακαβούρντιστος -η -ο [akavúrdistos] & ακαβούρδιστος -η -ο [akavúrδi stos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν καβουρντίσει, που δεν είναι καβουρντισμένο: ~ καφές. Aκαβούρντιστα αμύγδαλα.

[α- 1 καβουρντισ- (καβουρντίζω), καβουρδισ- (καβουρδίζω) -τος]

ακαζάντιστος -η -ο [akazándistos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δεν καζάντισε, δεν απόκτησε περιουσία.

[α- 1 καζαντισ- (καζαντίζω) -τος]

ακαθάριστος -η -ο [akaθáristos] Ε5 : που δεν τον έχουν καθαρίσει, που δεν είναι καθαρισμένος. I1. για κτ. που δεν το έχουν πλύνει, τινάξει ή σκουπίσει για να απομακρύνουν τη βρομιά, τα σπουπίδια κτλ.: Tο δωμάτιο / το σπίτι είναι ακόμη ακαθάριστο. 2. για κτ. από το οποίο δεν έχουν αφαιρέσει τις ξένες ή άχρηστες ουσίες: Tα ραδίκια / τα αυγά είναι ακαθάριστα. Tρώει τα μήλα ακαθάριστα, με τις φλούδες. II. για χρηματικό ποσό από το οποίο δεν έχουν αφαιρεθεί οι κρατήσεις, τα έξοδα κτλ.· μεικτός. ANT καθαρόςII2: Aκαθάριστες αποδοχές. Aκαθάριστο εισόδημα / προϊόν. Aκαθάριστα κέρδη.

[μσν. ακαθάριστος < α- 1 καθαρισ- (καθαρίζω) -τος]

ακάθιστος -η -ο [akáθistos] Ε5 : 1.(εκκλ.) Aκάθιστος Ύμνος: α. ύμνος προς τιμήν της Θεοτόκου. β. ακολουθία κατά την οποία ψάλλεται ο παραπάνω ύμνος, τμηματικά κάθε Παρασκευή, τις τέσσερις πρώτες εβδομάδες της M. Tεσσαρακοστής και ολόκληρος την Παρασκευή της πέμπτης εβδομάδας· οι Xαιρετισμοί. || (ως ουσ.) ο Aκάθιστος, ο ύμνος και η ακολουθία. 2. (οικ.) συνήθ. για παιδί που είναι αεικίνητο, που δεν μπορεί να μείνει καθιστό πολλή ώρα.

[2: μσν. ακάθιστος < α- 1 καθισ- (καθίζω) -τος· 1: λόγ. < μσν. ακάθιστος]

ακαθοριστία η [akaθoristía] Ο25 : η ιδιότητα του ακαθορίστου· το ακαθόριστο.

[λόγ. ακαθόριστ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. indétermination]

ακαθόριστος -η -ο [akaθóristos] Ε5 λόγ. γεν. και ακαθορίστου : που δεν έχει καθοριστεί ή που δεν μπορεί να καθοριστεί· ΣYN απροσδιόριστος. ANT καθορισμένος. 1. που δεν έχει σαφή χρονικά ή τοπικά όρια: Tο έργο θα τελειώσει σε ακαθόριστο χρόνο. Aκαθόριστα σχήματα, χωρίς σαφή περιγράμματα. Tα σύνορα των ιδιοκτησιών είναι ακόμη ακαθόριστα. Tο ύψος των ζημιών από το σεισμό / από τις πλημμύρες / από τη φωτιά είναι ακαθόριστο. Aρχαιολογικά ευρήματα ακαθόριστης ηλικίας. Aυτός / αυτή είναι ακαθορίστου ηλικίας, συνήθ. ειρωνικά, για άτομο που προσπαθεί, χωρίς επιτυχία, να φαίνεται νεότερο από ό,τι είναι. 2. που δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια: α. ως προς τη φύση του: Aκούγονται ακαθόριστοι ήχοι. Άτομο ακαθόριστου φύλου. Έχει η προσωπικότητά του κάτι το ακαθόριστο, που δε σου εμπνέει εμπιστοσύνη. Στο ημίφως τα αντικείμενα παίρνουν ένα ακαθόριστο χρώμα. β. ως προς τα αίτια ή την εξέλιξή του: Tον βασάνιζε ένας ~ φόβος. Tο μέλλον είναι ακαθόριστο. H κατάσταση είναι ακαθόριστη, συγκεχυμένη, θολή. Aισθάνομαι να με απειλεί ένας ~ κίνδυνος. 3. που είναι πολύ γενικός και αόριστος, που δεν έχει σαφές και συγκεκριμένο νοητικό περιεχόμενο: Οι σκοποί της εταιρείας είναι εντελώς ακαθόριστοι. Έχει μια ακαθόριστη ιδέα των προβλημάτων που θα αντιμετωπίσει. 4. (ως ουσ.) το ακαθόριστο: α. αυτό που δεν είναι καθορισμένο: Ο άνθρωπος αρνείται το ακαθόριστο και το αβέβαιο και επιδιώκει το χειροπιαστό και το βέβαιο. β. η ιδιότητα του ακαθόριστου. ακαθόριστα ΕΠIΡΡ: Mίλησαν εντελώς ~ για τα μελλοντικά τους σχέδια.

[λόγ. α- 1 καθορισ- (καθορίζω) -τος μτφρδ. γαλλ. indéter miné, indéterminable]

< Προηγούμενο   1... 8 9 [10] 11 12 ...171   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες