Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 937 εγγραφές [871 - 880] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υποσκελίζω [iposkelízo] -ομαι Ρ2.1 : με πλάγια και συνήθ. αθέμιτα μέσα παίρνω τη θέση η οποία κανονικά ανήκε σε κπ. άλλο: Tον υποσκέλισαν οι επιτήδειοι. Kατάφερε να αναδειχτεί υποσκελίζοντας και ικανότερους και αρχαιότερους από αυτόν.
[λόγ. < αρχ. ὑποσκελίζω]
- υποστηρίζω [ipostirízo] -ομαι Ρ2.2 : 1.τοποθετώ στήριγμα κάτω από κτ., το στηρίζω από κάτω, το υποβαστάζω: ~ έναν τοίχο / ένα φράγμα. Η στοά υποστηρίζεται από κολόνες. 2. (μτφ.) α. βοηθώ ηθικά ή υλικά κπ. ο οποίος έχει την ανάγκη μου: Είναι ορφανός· πρέπει να τον υποστηρίξουμε. Τον υποστηρίζει ο θείος του. Με υποστήριξε πολύ στην αρχή της καριέρας μου. Ανέλαβαν να υποστηρίξουν με δικά τους κεφάλαια την επιχείρηση. Υποστηρίζονται πολύ μεταξύ τους. || (στρατ.): Οι μονάδες των σωμάτων υποστηρίζουν τις μονάδες των όπλων. || παρέχω τεχνική υποστήριξη. || (πληροφ., για πρόγραμμα, ηλεκτρονικό υπολογιστή) έχω συγκεκριμένη δυνατότητα: Ο υπολογιστής μου δεν υποστηρίζει αναγνώριση φωνής. β. με μια σειρά από επιχειρήματα προσπαθώ να αποδείξω την ορθότητα της άποψής μου· υπερασπίζομαι: Υποστηρίζει με πάθος τη γνώμη του. Θα υποστηρίξω το δίκιο μου με κάθε τρόπο. || ~ τη διατριβή μου, την παρουσιάζω επίσημα στην εισηγητική επιτροπή. || ισχυρίζομαι, διατείνομαι: Υποστηρίζει ότι είναι αθώος. Υποστηρίζει ότι δεν υπήρχε άλλη διέξοδος. Αυτό δεν μπορώ να το υποστηρίξω, να το ισχυριστώ, να το βεβαιώσω. γ. για πρόσωπα, ιδέες, απόψεις κτλ. τις οποίες εγκρίνω και αποδέχομαι και γι' αυτό τις ενισχύω ή τις συντρέχω: Ποιο κόμμα υποστηρίζεις; Θα υποστηρίξω την πρότασή σου. Θα υποστηρίξουμε κοινό υποψήφιο. Πάντα υποστηρίζει τα παιδιά της, σε μια διαμάχη παίρνει το μέρος τους. || Σ' αυτή τη δύσκολη στιγμή πρέπει να υποστηρίξουμε όλοι την κυβερνητική πολιτική, να τη στηρίξουμε.
[λόγ.: 1.: ελνστ. ὑποστηρίζω· 2: σημδ. γαλλ. soutenir, appuyer & αγγλ. support]
- υποτονθορίζω [ipotonθorízo] Ρ2.1α : (λόγ.) μουρμουρίζω1α.
[λόγ. < ελνστ. ὑποτονθορύζω (& σφαλερή γραφή -ίζω)]
- φαγουρίζω [faγurízo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : νιώθω ενοχλητικό, δυσάρεστο ερεθισμό στο δέρμα: Mε φαγουρίζει το αυτί / η μύτη / η παλάμη / η πλάτη μου, με τρώει.
[φαγούρ(α) -ίζω]
- φαλιρίζω [falirízo] Ρ2.1α & φαλίρω [falíro] Ρ6α μππ. φαλιρισμένος : (οικ.) χρεοκοπώ, πτωχεύω: Φαλίρισε η επιχείρηση. Φαλιρισμένο μαγαζί.
[ιταλ. fallir(e) -ω και μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. φαλιρισ-]
- φανατίζω [fanatízo] -ομαι Ρ2.1 : καθιστώ κπ. φανατικό, εμπνέω σε κπ. φανατισμό: Οι αθλητικές εφημερίδες με τα άρθρα τους φανατίζουν συχνά τους φιλάθλους. Φανατισμένοι οπαδοί ακροδεξιάς οργάνωσης δημιούργησαν επεισόδια.
[λόγ. < γαλλ. fanatiser (-iser = -ίζω)]
- φεγγίζω [fen
ízo & fe ízo] Ρ2.1α (στο γ' πρόσ.) : (για πργ.) 1. εκπέμπω λιγοστό φως, φωτίζω αμυδρά: Στο βάθος φεγγίζει ένα μικρό φωτάκι. 2. επιτρέπω να περνάει μια (μικρή) ποσότητα φωτός: Tο ύφασμα / το φόρεμα είναι λεπτό και φεγγίζει. [μσν. φεγγίζω < φέγγ(ος) -ίζω]
- φεγγρίζω [fegrízo] Ρ2.1α : φεγγίζω2.
[< φεγγαρίζω < φεγγάρ(ι) -ίζω (αποβ. του [a] ίσως από επίδρ. του φεγγίζω)]
- φενακίζω [fenakízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) εξαπατώ, παραπλανώ κπ. με κολακείες, δόλο, ψέματα ή με απατηλές υποσχέσεις.
[λόγ. < αρχ. φενακίζω]
- φευγατίζω [fevγatízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) φυγαδεύω.
[φευγάτ(ος) -ίζω]



