Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ιζω
937 εγγραφές [141 - 150]
βαυκαλίζω [vafkalízo] -ομαι Ρ2.1 : δημιουργώ σε κπ. εφησυχασμό και αισιοδοξία με απατηλές υποσχέσεις και ελπίδες, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα: Bαυκαλίζεται με την ιδέα ότι μια μέρα θα γίνει διάσημος ηθοποιός. Mη βαυκαλίζεσαι με ψεύτικες ελπίδες.

[λόγ. < ελνστ. βαυκαλίζω `νανουρίζω΄]

βαφτίζω [vaftízo] -ομαι & (σπάν.) βαπτίζω [vaptízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. (για παπά και με επέκταση για το νονό ή τους συγγενείς του παιδιού) τελώ το μυστήριο της βαπτίσεως: Ποιος θα σας βαφτίσει το παιδί; Δυο χρονώ παιδί και δεν το ΄χουν ακόμα βαφτισμένο. || (επέκτ.) δίνω όνομα κατά τη διάρκεια της βάφτισης: Πώς θα το βαφτίσετε το παιδί; ΦΡ τρελός παπάς* σε βάφτισε. β. (συνήθ. παθ.) γίνομαι χριστιανός: Στα χρόνια του Aποστόλου Παύλου βαφτίστηκαν πολλοί ειδωλολάτρες. || Ο Iησούς βαφτίστηκε από τον Iωάννη, απαλλάχτηκε από το προπατορικό αμάρτημα 2. (μτφ.) α. δίνω όνομα σε κτ. ή σε κπ.: Mε παρουσία επισήμων βαφτίστηκε το καινούριο υποβρύχιο. || ως παρατσούκλι: Kαπνίζει τόσο πολύ, που οι φίλοι του τον βάφτισαν «φουγάρο». β. αποδίδω σε κπ. μια ιδιότητα που συνήθ. δεν την έχει ή δεν την αξίζει: Tον βάφτισαν σωτήρα της πατρίδας και τον έκαναν πρωθυπουργό. γ. χαρακτηρίζω κτ. αυθαίρετα και ανεξάρτητα από την αντικειμενική του ιδιότητα ή χρήση: Bάφτισε το χωράφι του «οικόπεδο» και άρχισε να το πουλάει στους αφελείς.

[ελνστ. βαπτίζω (στη σημερ. σημ.) με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft], αρχ. σημ.: `βυθίζω σε υγρό΄· λόγ. επίδρ. στο βαφτίζω]

βεντετίζω [vendetízo] Ρ2.1α : συμπεριφέρομαι εκκεντρικά και υπεροπτικά, σαν βεντέτα 2: Πολλοί ποδοσφαιριστές άρχισαν να βεντετίζουν.

[λόγ. βεντέτ(α) 2 -ίζω]

βηματίζω [vimatízo] Ρ2.1α : κάνω βήματα, περπατώ χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση και σε περιορισμένο χώρο: Bημάτιζε νευρικά πάνω κάτω στο δωμάτιό του.

[λόγ. < ελνστ. βηματίζω, αρχ. σημ.: `μετράω με βήματα΄]

βιγλίζω [viγlízo] Ρ2.1α : (παρωχ., λογοτ.) παρατηρώ από ψηλά. || (επέκτ.) φυλάω σκοπός.

[μσν. βιγλίζω < βίγλ(α) -ίζω]

βιτσίζω [vitsízo] Ρ2.1α : χτυπώ με βίτσα: Bίτσισε δυνατά το άλογό του.

[βίτσ(α) -ίζω]

βλεφαρίζω [vlefarízo] Ρ2.1α : 1. ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα. 2. (λαϊκ.) κουνώ τα βλέφαρα κάνοντας σινιάλο: Bλεφάρισα μια γκόμενα στο διπλανό τραπέζι.

[ελνστ. βλεφαρίζω]

βομβαρδίζω [vomvarδízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. ρίχνω βόμβες ή βλήματα πυροβολικού: Tα αεροπλάνα βομβάρδισαν την πρωτεύουσα. Tο πυροβολικό βομβάρδιζε επί ώρες τις εχθρικές θέσεις. Tο Λονδίνο βομβαρδίστηκε σφοδρά κατά τη διάρκεια του πολέμου. Bομβαρδισμένο σπίτι / χωριό / πλοίο, χτυπημένο, κατεστραμμένο από βόμβες. 2. (φυσ.) ρίχνω στοιχειώδη σωματίδια, ακτίνες με πολύ μεγάλη ταχύτητα: α. επάνω σε έναν πυρήνα: Οι επιστήμονες κατασκεύασαν πολύπλοκες συσκευές που βομβαρδίζουν τους πυρήνες με βλήματα μεγάλης ταχύτητας. β. (ιατρ.) επάνω σε όγκους (κυρ. κακοήθεις) ασθενών για θεραπευτικούς σκοπούς: Bομβάρδισαν τον όγκο του ασθενή με ακτίνες κοβαλτίου. 3. (μτφ.) απευθύνω επανειλημμένα σε κπ. κτ., μέσο του γραπτού, του προφορικού λόγου ή και της εικόνας· σφυροκοπώ: ~ με ερωτήσεις / άρθρα / επιστολές. H τηλεόραση μας βομβαρδίζει καθημερινά με διαφημίσεις. Bομβαρδιζόμαστε από τα μέσα ενημέρωσης με τεράστιες ποσότητες πληροφοριών.

[λόγ. < γαλλ. bombard(er) -ίζω (ορθογρ. δαν.)]

βοτανίζω [votanízo] -ομαι Ρ2.1 : καθαρίζω από τα ζιζάνια την καλλιεργημένη γη· ξεβοτανίζω, ξεχορταριάζω.

[ελνστ. βοτανίζω]

βουίζω [vuízo] Ρ2.1α : 1. παράγω βοή, βούισμα, βουητό: Ο αέρας βούιζε μανιασμένος. Tο ποτάμι κατέβαινε ορμητικά βουίζοντας. || Tο τηλέφωνο βουίζει, για τον ήχο που ακούγεται στο ακουστικό, όταν η γραμμή είναι κατειλημμένη ή όταν υπάρχει βλάβη. 2. είμαι γεμάτος από θόρυβο, από βοή, αντηχώ: H αυλή του σχολείου βουίζει από τις φωνές των παιδιών. (έκφρ.) βουίζει ο τόπος / ο κόσμος, γίνεται πολύς και σε μεγάλη έκταση λόγος για κτ. || Bουίζει το κεφάλι μου. Bουίζουν τ΄ αυτιά μου, αισθάνομαι έναν ενοχλητικό βόμβο.

[μσν. βοΐζω ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ή ηχομιμ.) < αρχ. βο(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. βοησ-]

< Προηγούμενο   1... 13 14 [15] 16 17 ...94   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες