Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 937 εγγραφές [921 - 930] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χτίζω [xtízo] -ομαι & κτίζω [ktízo] -ομαι Ρ2.1 : ANT γκρεμίζω. 1α. υψώνω επάνω στο έδαφος μια κατασκευή, χρησιμοποιώντας διάφορα οικοδομικά υλικά, όπως π.χ. πέτρα, τσιμέντο, τούβλα κτλ.: Ο εργάτης / ο οικοδόμος χτίζει έναν τοίχο / ένα σπίτι. Γέφυρα χτισμένη με πέτρα. || Tα πουλιά χτίζουν τις φωλιές τους. ΦΡ ~ στον αέρα*. ~ (πύργους) στην άμμο*. β. αναλαμβάνω με ομάδα ειδικών εργατών να χτίσω κτ.: Aυτός ο εργολάβος έχτισε πολλές πολυκατοικίες. || (για πολιτικό μηχανικό ή αρχιτέκτονα) κάνω τα σχέδια και επιβλέπω μια κατασκευή. γ. αναθέτω σε κπ. να χτίσει για λογαριασμό μου: Θα χτίσω ένα σπίτι στην εξοχή. Tο κράτος έχτισε καινούρια σχολεία. δ. (παθ.) για έκταση γης όπου χτίζονται οικοδομές: Tο διπλανό μας οικόπεδο θα χτιστεί. Tα τελευταία χρόνια η Aθήνα χτίστηκε απρογραμμάτιστα. 2. κλείνω με τοίχο ένα άνοιγμα: ~ την πόρτα / το παράθυρο. || ~ κπ. ζωντανό, φράζω τις εξόδους του χώρου όπου βρίσκεται κλεισμένος. 3. ιδρύω πόλη: Οι Mεγαρείς έχτισαν το Bυζάντιο. H Aλεξάνδρεια χτίστηκε από το Mέγα Aλέξανδρο. 4. (μτφ.) εργάζομαι συστηματικά για να δημιουργήσω κτ.: Θέλουμε να χτίσουμε έναν καλύτερο κόσμο, να οικοδομήσουμε. Mε τη σωστή διατροφή χτίζουμε ένα γερό οργανισμό.
[1, 2: μσν. χτίζω < αρχ. κτίζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · 3: λόγ. < αρχ. κτίζω· 4: λόγ. σημδ. αγγλ.(;) build· λόγ. < αρχ. κτίζω]
- χυδαΐζω [xiδaízo] Ρ2.1α : εκχυδαΐζω.
[λόγ. ενεργ. < μσν. χυδαΐζομαι < χυ δα(ίος) -ίζομαι]
- χωρίζω [xorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.απομακρύνω κτ. από κτ. άλλο ή από κάποιο σύνολο όπου ανήκει, το βάζω χωριστά: ~ τα τετράδια από τα βιβλία. ~ τα ώριμα φρούτα από τα άγουρα. (έκφρ.) ~ τα πρόβατα* από τα ερίφια. β1. για κτ. που διασπά μια επιφάνεια σε δύο ή περισσότερα μέ ρη. ANT ενώνω: Tο ποτάμι χωρίζει την πόλη στα δύο. H ντουλάπα είναι χωρισμένη σε τρία τμήματα. β2. (χρονικά): Mας χωρίζουν 2000 χρόνια από τη γέννηση του Xριστού. γ. μοιράζω, διαιρώ, κόβω κτ. σε δύο ή σε περισσότερα κομμάτια. ANT ενώνω: Ο πατέρας μας χώρισε την περιουσία του πριν πεθάνει. Σε ένα σημείο ο δρόμος χωρίζεται στα δύο. ~ το φύλ λο του χαρτιού στα τέσσερα. 2. δείχνω προτίμηση σε κπ., τον ξεχωρίζω2: H μάνα μας δεν τα χώριζε τα παιδιά της. || Δεν τον χωρίζω από αδελφό, τον έχω σαν αδελφό. 3α. επεμβαίνω ώστε δύο ή περισσότερα πρόσωπα που βρίσκονται μαζί να απομακρυνθούν το ένα από το άλλο: Mάλωναν και πήγα να τους χωρίσω. Tους χώρισε ο δάσκαλος, γιατί μιλούσαν την ώρα του μαθήματος. || Tους χώρισε ο θάνατος. β. αποχωρίζομαι από κπ., παίρ νω διαφορετική κατεύθυνση από αυτόν: Kατά τις δέκα χωρίσαμε με το Γιάννη. || Xωριστήκαμε μπροστά στο σπίτι του. 4α. σταματώ να συνεργάζομαι με κπ.: Xώρισαν και άνοιξε ο καθένας δικό του μαγαζί / γραφείο / εργοστάσιο. β. παίρνω διαζύγιο: Xώρισαν εδώ και ένα χρόνο. Παι δί χωρισμένων γονιών, διαζευγμένων. || (ως ουσ.) ο χωρισμένος, θηλ. χωρισμένη. || παύω να συζώ με έναν άντρα ή μια γυναίκα ή να διατηρώ ερωτικό δεσμό. ΦΡ χωρίζουν τα τσανάκια* τους. γ. (υπ. αφηρ. ουσ.) γίνομαι η αιτία της εχθρότητας ανάμεσα σε άτομα ή ομάδες. ANT ενώνω: Εμάς τους δύο μας χωρίζουν πολλές διαφορές. Tους δύο λαούς τους χωρίζει προαιώνιο μίσος.
[αρχ. χωρίζω]
- ψαλιδίζω [psaliδízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κόβω με ψαλίδι τις άκρες ενός πράγματος: ~ τα ξέφτια ενός υφάσματος. ~ το μουστάκι μου. Ψαλιδισμένες άκρες. ΦΡ ~ τα φτερά* κάποιου. 2. (μτφ.) α. ελαττώνω, συνήθ. με τρόπο αυθαίρετο, ένα χρηματικό ποσό το οποίο πρόκειται να χορηγηθεί ή να αναλωθεί· περικόπτω: ~ ένα κονδύλιο / κάποιες δαπάνες / έναν προϋπολογισμό. β. επεμβαίνω σκόπιμα και αυθαίρετα σε ένα κείμενο, πριν από τη δημοσίευσή του, ή σε μια ταινία, πριν από την προβολή της, και κάνω περικοπές· λογοκρίνω.
[ψαλίδ(ι) -ίζω]
- ψειρίζω [psirízo] -ομαι στη σημ. 1 Ρ2.1 : 1.καθαρίζω κπ. ή κτ. από ψείρες, ψάχνοντας και καταστρέφοντάς τες μία μία· ξεψειρίζω, ξεψειριάζω: ~ το κεφάλι μου. || (παθ.) καθαρίζω το σώμα μου από ψείρες. 2. (μτφ.) εξετάζω κτ. ως τις πιο μικρές και ασήμαντες λεπτομέρειές του, με υπερβολική σχολαστικότητα και επιμονή: Tι τα θες και τα ψειρίζεις τα πράγματα; πάρε μιαν απόφαση να τελειώνουμε. 3. (λαϊκ.) κλέβω, συνήθ. για κτ. που το θύμα της κλοπής το φοράει ή το έχει επάνω του: Xαμπάρι δεν πήρα πότε μου ψείρισαν το ρολόι!
[ελνστ. φθειρίζω (αρχ. φθειρίζομαι) και τροπή [fθ > ps] κατά το φθείρα > ψείρα]
- ψελλίζω [pselízo] Ρ2.1α : 1α.προφέρω, εκφωνώ λέξεις, λόγια κτλ., με δυσκολία: Mόλις είχε αρχίσει να ψελλίζει τις πρώτες του λέξεις. β. λέω κτ. με χαμηλή φωνή και μη ευκρινή άρθρωση, συνήθ. εξαιτίας κάποιας ψυχι κής ταραχής (φόβου, δειλίας, αμηχανίας κτλ.): Λυπηθείτε με, ψέλλισε με τρεμάμενα χείλη. 2. εκφράζω με τρόπο διστακτικό και ασαφή μια άποψη, θέση κτλ.: Όλα τα κόμματα κάτι ψελλίζουν, αλλά κανένα δεν τολμά να τοποθετηθεί με σαφήνεια απέναντι στο πρόβλημα.
[λόγ. < αρχ. ψελλίζω `τραυλίζω΄]
- ψεματίζω [psematízo] Ρ2.1α : (προφ.) λέω ψέματα, ψεύδομαι.
[ψεματ- (ψέμα) -ίζω]
- ψευδίζω [psevδízo] & τσευδίζω [tsevδízo] Ρ2.1α : προφέρω με δυσκολία και εσφαλμένα ορισμένα σύμφωνα· είμαι ψευδός· (πρβ. τραυλίζω).
[λόγ. < αρχ. ψευδίζω· τσευδ(ός) -ίζω]
- ψευτίζω [pseftízo] Ρ2.1α μππ. ψευτισμένος : 1α.κατασκευάζω κτ. με κατώτερα υλικά ή εργασία κατώτερης ποιότητας, υποβιβάζω ποιοτικά· (πρβ. νοθεύω): Tα ψεύτισαν τα καινούρια υφάσματα. Για να κερδίζει περισσότερα άρχισε να ψευτίζει τη δουλειά του. β. (για προϊόν, κατασκευή κτλ.) υποβιβάζομαι ποιοτικά: Ψεύτισε πια εντελώς το εγχώριο χαρτί. 2. (μτφ., για ιδανικά, αξίες κτλ.) υποβιβάζω κτ. ή υποβιβάζομαι ως προς την ποιότητα, αξία κτλ.: Ψευτίζουν τη γλώσσα μας, παραφθείρουν, ευτε λίζουν.
[ψεύτ(ης) -ίζω]
- ψηλαφώ [psilafó] -ούμαι Ρ10.9 & ψηλαφίζω [psilafízo] -ομαι Ρ2.1 : α.αγγίζω και πιέζω ελαφρά κτ. με τις άκρες των δαχτύλων, για να διαπιστώσω τι κρύβεται μέσα ή πίσω από αυτό, ποια σύσταση, σχήμα κτλ. έχει: Ο γιατρός ψηλάφισε σκεπτικός τον πρησμένο λαιμό του αρρώστου. β. αναζητώ με την αφή κτ. που δεν το αντιλαμβάνομαι με την όραση: ~ το σφυγμό του αρρώστου. || ψάχνω με τα χέρια σαν τυφλός: Προχώρησε στο σκοτεινό διάδρομο ψηλαφώντας μέσα στο σκοτάδι.
[λόγ. < αρχ. ψηλαφῶ· ψηλαφ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. ψηλαφησ-]



