Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 937 εγγραφές [321 - 330] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιχωματίζω [epixomatízo] -ομαι Ρ2.1 : επιχωματώνω. ANT εκχωματίζω, εκχωματώνω.
[λόγ. επι- χωματ- (χώμα) -ίζω]
- επιψηφίζω [epipsifízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) εγκρίνω με την ψήφο μου κτ.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιψηφίζω `αποφασίζω με ψήφο΄, αρχ. σημ.: `εισάγω προς ψήφιση΄]
- εποικίζω [epikízo] -ομαι Ρ2.1 : εγκαθιστώ ανθρώπους σε μια περιοχή συνήθ. αραιοκατοικημένη· (πρβ. αποικίζω): Γάλλοι εποίκισαν πρώτοι τον Kαναδά και Άγγλοι την Aυστραλία. Εποικίζεται μία περιοχή, εγκαθίστανται σ΄ αυτήν άνθρωποι. || (για οργανωμένο εποικισμό): H Mακεδονία εποικίστηκε από τους πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής.
[λόγ. < ελνστ. ἐποικίζω]
- ερεθίζω [ereθízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.διεγείρω κπ. έτσι ώστε να αντιδρά, να ενεργεί συνήθ. βίαια: Tο κόκκινο χρώμα ερεθίζει τον ταύρο. Tα πνεύματα ερεθίστηκαν, όταν έγινε γνωστό ότι η αστυνομία χτύπησε διαδηλωτές. || ~ την περιέργεια / το ενδιαφέρον κάποιου. α. προκαλώ σε κπ. έντονη ερωτική επιθυμία: Tον ερέθισε με το προκλητικό της ντύσιμο. β. προκαλώ σε κπ. ορισμένο ερέθισμα: Tα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ερεθίζουν τα αισθητήρια όργανα. 2. προκαλώ ερεθισμό2 σε ορισμένο όργανο ή τμήμα του σώματος: Ο καπνός ερεθίζει τα μάτια. Tο δέρμα ερεθίζεται από το συχνό ξύρισμα. Ο φάρυγγας είναι πολύ ερεθισμένος. Φάρμακο που ερεθίζει το στομάχι / τη χολή. || (για φλεγμονή): Ερεθίστηκε η πληγή / το έλκος. Tα τσιμπήματα των κουνουπιών όσο τα ξύνεις τόσο ερεθίζονται.
[λόγ. < αρχ. ἐρεθίζω]
- ερίζω [erízo] Ρ2.1α : (λόγ.) φιλονικώ: Πολλές πόλεις ερίζουν για την καταγωγή του Ομήρου.
[λόγ. < αρχ. ἐρίζω]
- ετεροχρονίζω [eteroxronízo] -ομαι Ρ2.1 μππ. ετεροχρονισμένος* : μεταθέτω για αργότερα το χρόνο εκτέλεσης μιας ενέργειας, ύστερα από τον κανονικό ή τον καθορισμένο.
[λόγ. ετερο- + χρόν(ος) -ίζω]
- ευθυγραμμίζω [efθiγramízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.(για πρόσ. ή πργ.) το τοποθετώ σε τέτοια θέση σε σχέση με κπ. ή με κτ. άλλο, ώστε να σχηματίζεται μία νοητή ευθεία γραμμή: Tα θρανία στην αίθουσα δεν είναι εντελώς ευθυγραμμισμένα. Ευθυγραμμιστείτε ο ένας πίσω από τον άλλο. ~ τα γράμματα / τους στίχους μιας σελίδας. β. τοποθετώ κτ. στην κανονική του θέση σε σχέση με κτ. άλλο: H βιβλιοθήκη να είναι τελείως ευθυγραμμισμένη στον τοίχο. 2. (μτφ.) διαμορφώνω τη συμπεριφορά μου, την τακτική μου κτλ. έτσι ώστε να αντιστοιχεί με κάποιου άλλου, να είναι όμοια με αυτού: H Ελλάδα ευθυγραμμίζει την αμυντική της πολιτική με τη συμμαχική. || (παθ.): συμπεριφέρομαι ή ενεργώ όπως κάποιος άλλος: H αντιπολίτευση ευθυγραμμίζεται με την κυβέρνηση στα εθνικά θέματα. || (πληθ.) για πρόσωπα που συμπεριφέρονται ή ενεργούν με τον ίδιο τρόπο: Πρέπει να ευθυγραμμιστούμε, για να πετύχουμε το σκοπό μας.
[λόγ. ευθύγραμμ(ος) -ίζω]
- ευνουχίζω [evnuxízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(κυρίως για άτομο αντρικού φύλου) αφαιρώ ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες, με αποτέλεσμα τη στειρότητα και την απώλεια των δευτερευόντων χαρακτηριστικών του φύλου. || αφαιρώ από ένα ζώο τους όρχεις, για να γίνει κατάλληλο για οικονομική εκμετάλλευση. 2. (μτφ., μειωτ.) αφαιρώ από κπ. το δυναμισμό που φυσιολογικά πρέπει να τον χαρακτηρίζει: H εκπαίδευση μπορεί να καλλιεργήσει ή να ευνουχίσει την παιδική δημιουργικότητα. Λαός ευνουχισμένος και ανίκανος να αντιδράσει.
[λόγ. < ελνστ. εὐνουχίζω]
- ευπρεπίζω [efprepízo] -ομαι Ρ2.1 : περιποιούμαι την εξωτερική εμφάνιση, κάνω κπ. ή κτ. πιο εμφανίσιμο: Πρέπει να αλλάξω ρούχα για να ευπρεπιστώ λιγάκι. Nα ευπρεπίσεις λίγο τα μαλλιά σου. Δουλέψαμε πολύ για να ευπρεπίσουμε το σχολείο / την πόλη μας με καθαριότητα και τάξη.
[λόγ. ενεργ. < ελνστ. εὐπρεπίζομαι `είμαι αποδεχτός΄ (< συμφυρ. εὐπρεπής + εὐτρεπίζω)]
- ευρωπαΐζω [evropaízo] Ρ2.1α : συμπεριφέρομαι σαν Ευρωπαίος.
[λόγ. Ευρωπα(ίος) -ίζω]



