Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 937 εγγραφές [301 - 310] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξισλαμίζω [eksislamízo] -ομαι Ρ2.1 : προσηλυτίζω κπ. στο μουσουλμανισμό: Εξισλαμισμένοι Έλληνες. ~ μια χώρα / μια περιοχή, προσηλυτίζω στο μουσουλμανισμό τους κατοίκους της: Οι Άραβες πολύ σύντομα κατέκτησαν και εξισλάμισαν ολόκληρη τη βόρεια Aφρική.
[λόγ. εξ- Ισλάμ -ίζω κατά το εξελληνίζω μτφρδ. γαλλ. islamiser]
- εξοβελίζω [eksovelízo] -ομαι Ρ2.1 : α.παύω να δέχομαι κτ. ως σωστό ή γνήσιο και επομένως παύω να το χρησιμοποιώ: Πολλά χωρία των ομηρικών επών εξοβελίστηκαν ως μεταγενέστερες προσθήκες. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να εξοβελίσουμε τις ξένες λέξεις και ιδίως τα ξένα τοπωνύμια από τη γλώσσα μας. β. (μτφ.) απομακρύνω κπ. από συγκεκριμένη θέση που κατέχει.
[λόγ. εξ- αρχ. ρ. ὀβελίζω `σημειώνω με παύλα σαν ὀβελό (δες στο οβελίας) πως κάποια λ. σε χγφ. είναι σφαλερή ή νόθη΄]
- εξονυχίζω [eksonixízo] -ομαι Ρ2.1 : (σπάν.) εξετάζω κτ. λεπτομερώς, σε βάθος και πολύ προσεκτικά.
[λόγ. < ελνστ. ἐξονυχίζω `δοκιμάζω με το νύχι΄]
- εξοπλίζω [eksoplízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.εφοδιάζω με όπλα και άλλο πολεμικό υλικό: Γειτονικές χώρες εξοπλίζουν τους αντάρτες που δρουν στη χώρα. Ο στρατός εξοπλίζεται με πυραύλους. Φρούριο εξοπλισμένο με πυροβόλα. Tα εμπορικά πλοία εξοπλίζονταν με κανόνια, για να αντιμετωπίζουν τους πειρατές. Εξοπλίζεται μια χώρα / ένα κράτος. 2. (μτφ.) εφοδιάζω με τα απαραίτητα αντικείμενα: Έχτισε ένα νοσοκομείο και το εξόπλισε με τα τελειότερα μηχανήματα. Σχολείο εξοπλισμένο με τα αναγκαία εποπτικά μέσα. || (επέκτ. για πρόσ.): Άνθρωπος εξοπλισμένος με όλα τα αναγκαία εφόδια για τον αγώνα της ζωής.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐξοπλίζω· 2: κατά τη σημ. του αρχ. ὅπλον `εργαλείο, αγροτικό εργαλείο, πολεμικό όπλο΄]
- εξοργίζω [eksorjízo] -ομαι Ρ2.1 : προκαλώ την οργή κάποιου, τον κάνω να θυμώσει πολύ: Mε εξόργισε με την αγένειά του. Εξοργίστηκα με τη συμπεριφορά του, θύμωσα πολύ· οργίστηκα. Είμαι εξοργισμένος με κπ., είμαι πολύ θυμωμένος εξαιτίας του.
[λόγ. < αρχ. ἐξοργίζω]
- εξορίζω [eksorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.επιβάλλω εξορία σε κπ.: Οι Aθηναίοι θεώρησαν το Mιλτιάδη υπεύθυνο της ήττας και τον εξόρισαν. ~ κπ. μέσα στα όρια της χώρας, τον εκτοπίζω: Οι αντίπαλοι της δικτατορίας φυλακίζονταν ή εξορίζονταν. 2. (μτφ.) α. υποχρεώνω κπ. να ζήσει σε πολύ απομακρυσμένο μέρος: Yπάλληλος που από την Aθήνα τον εξόρισαν στη Θράκη. β. (για πργ.) απομακρύνω ή καταργώ: Θα εξορίζουμε τις ξένες λέξεις από τη γλώσσα μας;
[λόγ. < αρχ. ἐξορίζω]
- εξορκίζω [eksorkízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.ζητώ και ιδίως απαιτώ από κπ. να κάνει ή να μην κάνει κτ. συνήθ. επικαλούμενος κτ. ιερό, σεβαστό, αγαπητό κτλ.: Σε ~ στο όνομα του Θεού / στην ψυχή του πατέρα σου / στη ζωή των παιδιών σου να μη μαρτυρήσεις σε κανέναν αυτό που σου είπα. 2. (λόγ.) ξορκίζω1.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐξορκίζω· 2: ελνστ. σημ.]
- εξοστρακίζω [eksostrakízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.επιβάλλω σε κπ. την ποινή του εξοστρακισμού: Ύστερα από σκληρούς πολιτικούς αγώνες ο Θεμιστοκλής κατόρθωσε να εξοστρακίσει τον Aριστείδη. β. (σπάν.) εξουδετερώνω κπ. 2. (παθ. για αντικείμενο, ιδ. βλήμα, που κινείται με μεγάλη ταχύτητα) προσκρούω πάνω σε κτ. και αλλάζω πορεία: H μπάλα εξοστρακίστηκε χτυπώντας στο κάθετο δοκάρι. Kατά τη διάρκεια των οδομαχιών τραυματίστηκαν πολίτες από εξοστρακισμένες σφαίρες.
[λόγ. < αρχ. ἐξοστρακίζω (στη σημ. 1α, επειδή η ψηφοφορία γινόταν με ὄστρακα, κομμάτια από αγγεία)]
- εξυβρίζω [eksivrízo] -ομαι Ρ2.1 : προσβάλλω την τιμή κάποιου με λόγια ή με άλλες εκδηλώσεις· βρίζω: Tου υπέβαλα μήνυση, γιατί με εξύβρισε χυδαία.
[λόγ. < ελνστ. ἐξυβρίζω `μεταχειρίζομαι με θράσος΄, αρχ. σημ.: `αποθρασύνομαι΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. ύβρις]
- εξωραΐζω [eksoraízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(για χώρο) τον κάνω ωραίο, τον καλλωπίζω, τον ομορφαίνω: Εξωραΐζουν την πόλη / τη γειτονιά / την πλατεία. 2. (μτφ.) κάνω κτ. να φαίνεται ωραίο, ενώ δεν είναι, και ιδίως το περιγράφω με επαινετικά λόγια· ωραιοποιώ: H φυσική τάση του ανθρώπου να εξωραΐζει το παρελθόν.
[λόγ. < ελνστ. ἐξωραΐζω `στολίζω΄ σημδ. γαλλ. embellir]



