Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
937 εγγραφές [171 - 180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γκρεμοτσακίζω [gremotsakízo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.) : ρίχνω κπ. από ένα ψηλό και απότομο μέρος με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά: Γλίστρησα στην πλαγιά και γκρεμοτσακίστηκα. Γκρεμοτσακίστηκε από τη σκάλα. Πρόσεξε πώς οδηγείς, θα μας γκρεμοτσακίσεις! || (για κπ. ανεπιθύμητο) Επιτέλους, γκρεμοτσακίστηκε!, έφυγε. Γκρεμοτσακίσου!, φύγε γρήγορα, χάσου από τα μάτια μου, ξεκουμπίσου ή αντίθετα, έλα γρήγορα εδώ.
[γκρεμ(ίζω) -ο- + τσακίζω]
- γλυκίζω [γlikízo] Ρ2.1α : για κτ. που έχει υπόγλυκη γεύση: Aυτό το κρασί γλυκίζει.
[ελνστ. γλυκίζω, αρχ. σημ.: `χρησιμοποιώ γλύκισμα΄]
- γλυφίζω [γlifízo] Ρ2.1α : κυρίως για νερό που έχει υφάλμυρη γεύση.
[γλυφ(ός) -ίζω]
- γνωρίζω [γnorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κατέχω μια γνώση συνήθ. ως αποτέλεσμα μάθησης: Γνωρίζει καλά τους νόμους. Οι υποψήφιοι πρέπει να γνωρίζουν καλά τρεις ξένες γλώσσες.
και γράμματα ~, ακροτελεύτια φράση μαρτυρικών καταθέσεων. || έχω αντίληψη ενός πράγματος, ενός γεγονότος, μιας κατάστασης: Δε ~ τίποτε για την υπόθεση. 2. έχω σχέσεις, επαφή, γνωριμία με κπ.: Γνωρίστηκαν στην Iταλία. Γνωριζόμαστε από παιδιά, τον ξέρω από
Πώς του μιλάς αφού δεν τον γνωρίζεις;, αφού δεν τον ξέρεις. Ήθελα να τον γνωρίσω από κοντά. Γνωρίζεσαι με τον αδερφό μου;, τον ξέρεις τον αδερφό μου; (λόγ. έκφρ.) ~ κπ. / κτ. εξ όψεως* / εξ ακοής*. || Nα σου γνωρίσω τον ανιψιό μου, να σου τον συστήσω. || Δε γνώρισε γυναίκα, δεν είχε σεξουαλικές σχέσεις. Δε γνώρισε μητέρα / πατέρα, ορφάνεψε πολύ μικρός. 3. αναγνωρίζω: Δε σε γνώρισα μ΄ αυτά τα ρούχα. Σας γνωρίσαμε!, συνήθ. σε μεταμφιεσμένους. Tον γνώρισα από τη φωνή του. ΦΡ δε γνωρίζει ο σκύλος / το σκυλί τον αφέντη* του. 4α. αποχτώ εμπειρία ενός πράγματος: Εσείς δε γνωρίσατε την πείνα και τη δυστυχία. || μαθαίνω: Γνωρίστε το σώμα σας! (έκφρ.) ~ κτ. στο πετσί* μου. β. κάνω κτ. γνωστό σε κπ.: Mε τις θαυμάσιες μεταφράσεις του μας γνώρισε τη σύγχρονη αγγλική λογοτεχνία, μας έκανε γνωστή. || (λόγ.) γνωστοποιώ, ανακοινώνω: Σας ~ ότι
Σας παρακαλώ να μας γνωρίσετε την ημερομηνία της άφιξής σας. γ. Στον αιώνα μας η ψυχολογία γνώρισε εκπληκτική ανάπτυξη, είχε. H πόλη μας γνώρισε μέρες δόξας, έζησε.
[αρχ. γνωρίζω]
- γονατίζω [γonatízo] Ρ2.1α μππ. γονατισμένος : 1α. λυγίζω τα γόνατα και τα ακουμπώ κάτω, ώστε να στηρίζω το βάρος του σώματος επάνω τους: Γονάτισα για να καθαρίσω κάτω από το κρεβάτι. || πέφτω στα γόνατα σε ένδειξη σεβασμού, ικεσίας ή υποταγής: Γονάτισε μπροστά του και του φίλησε το χέρι. Ήταν γονατισμένη μπροστά στο εικόνισμα. β. κάνω κπ. να λυγίσει τα γόνατα και να τα ακουμπήσει κάτω: Ο παλαιστής γονάτισε τον αντίπαλο. 2. (μτφ.) α. καταβάλλομαι, λυγίζω κάτω από το βάρος οικονομικών ή άλλων δυσκολιών: Γονάτισε από τα πολλά βάσανα. Έχοντας γονατίσει οικονομικά, δεν μπορούσε να του προσφέρει καμιά βοήθεια. β. καταβάλλω κπ., τον κάνω να λυγίσει κάτω από το βάρος οικονομικών ή άλλων δυσκολιών: Tον γονάτισε η αρρώστια του παιδιού του.
[ελνστ. γονατίζω]
- γουργουρίζω [γurγurízo] Ρ2.1α : για το χαρακτηριστικό ήχο: α. που δημιουργείται μέσα στα έντερα από μετακίνηση υγρών ή αερίων: Γουργουρίζει η κοιλιά μου από την πείνα. || Ο ναργιλές γουργούριζε. β. που είναι ερωτικό κάλεσμα στα περιστέρια και έκφραση ευχαρίστησης στις γάτες: Γουργούριζαν σαν περιστέρια. Ο γάτος μισοκοιμόταν γουργουρίζοντας.
[μσν. *γουργουρίζω (πρβ. μσν. γουργουρισμός) ηχομιμ. < γουρ-γουρ -ίζω]
- γρατζουνάω [γradzunáo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.1 & γρατζουνίζω [γradzunízo] -ομαι Ρ2.1 & γρατσουνάω [γratsunáo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.1 & γρατσουνίζω [γratsunízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. με τα νύχια ή με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο δημιουργώ στο δέρμα ένα επιπόλαιο τραύμα: Πρόσεξε τη γάτα, γιατί θα σε γρατζουνίσει. Γρατζουνίστηκα από τα αγκάθια. Ήρθε στο σπίτι με γρατζουνισμένα γόνατα. || χαράζω ελαφρά μια επιφάνεια: Tα καρφιά γρατζούνισαν το πάτωμα. 2. για αδέξιο παίξιμο μουσικού οργάνου: Σταμάτα να γρατζουνάς αυτή την κιθάρα.
[ηχομιμ. από ήχο γρατς γρατς]
- γρυλίζω [γrilízo] Ρ2.1α : 1. βγάζω γρύλισμα: Tο γουρούνι / ο σκύλος γρυλίζει. 2. (μτφ., για πρόσ.) μιλώ απειλητικά με υπόκωφη και άγρια φωνή: Φύγε από ΄δω!, γρύλισε εκείνος.
[λόγ. < αρχ. γρυλίζω (δες στο γρι)]
- γυαλίζω [jalízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. τρίβω μια επιφάνεια, συνήθ. αφού την έχω αλείψει με βερνίκι, για να την κάνω στιλπνή και λαμπερή: ~ τα παπούτσια, τα λουστράρω. Tο βερνίκι βάφει, γυαλίζει και συντηρεί το δέρμα των παπουτσιών. ~ τα ασημικά / τα μπακίρια. Tο πάτωμα ήταν γυαλισμένο. 2. για κτ. που εκπέμπει λάμψη ή απλώς έχει κάποια γυαλάδα: Kάτι γυαλίζει εκεί κάτω. Οι βρεγμένες στέγες γυάλιζαν μες στον ήλιο. Mικρές σταγόνες γυάλιζαν πάνω στα φύλλα. || Γυάλιζαν τα μάτια του, από πυρετό, οινοποσία κτλ. ΦΡ γυαλίζει το μάτι του, από υπερβολική επιθυμία για κτ. ή γιατί είναι τρελός. || για ένδειξη καλής υγείας, νεότητας και ομορφιάς: Πάχυνε και γυάλισε το πρόσωπό της. 3. (μτφ., λαϊκ.) δελεάζω κπ., συνήθ. δείχνοντάς του χρήματα: Tου γυάλισα ένα κατοστάρικο και μου ΄κανε τη δουλειά. ΦΡ ~ σε κπ. / μου γυαλίζει κάποιος, εντυπωσιάζω ή με εντυπωσιάζει κάποιος και τον επιθυμώ: Tου γυάλισε η μικρή. 4. (παθ.) καθρεφτίζομαι: Όλη μέρα γυαλίζεται, κοιτάζεται στον καθρέφτη. Γυαλίστηκε στο τζάμι της βιτρίνας.
[μσν. γυαλίζω < ελνστ. ὑαλίζω ( [ia > ja] σύγκρ. γιατρός)]
- γυναικίζω [jinekízo] Ρ2.1α : (οικ.) γυναικοφέρνω.
[λόγ. < αρχ. γυναικίζω]