Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 51 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιεροφάντης ο [ierofándis] Ο10 θηλ. ιεροφάντιδα [ierofándiδa] Ο28 & ιεροφάντισσα [ierofándisa] Ο27 : α. ο ανώτατος ιερατικός άρχοντας μυστηριακής θρησκείας ή λατρείας, ο οποίος γνωρίζει και έχει το δικαίωμα να εξηγεί τα μυστήρια: Kατά την έναρξη των Ελευσίνιων Mυστηρίων, ο ~ αποκάλυπτε στους μύστες τα «ιερά απόρρητα». β. (μτφ.) αυτός που γνωρίζει και μπορεί να εξηγεί κτ. (που θεωρείται ως μυστήριο ή έχει μυστηριακό χαρακτήρα): Tου κόσμου εγώ φιλόσοφος, ποιητής, ~.
[λόγ. < αρχ. ἱεροφάντης· λόγ. ιεροφάντ(ης) -ις > -ιδα· λόγ. ιεροφάντ(ης) -ισσα]
- ιεροφυλάκιο το [ierofilákio] Ο40 : μέρος όπου φυλάσσονται τα ιερά σκεύη των ναών.
[λόγ. < ελνστ. ἱεροφυλάκιον]
- ιεροψάλτης ο [ieropsáltis] Ο10 : ψάλτης σε (ορθόδοξη) εκκλησία: Δεξιός ~, δεξιός ψάλτης, πρωτοψάλτης.
[λόγ. < ελνστ. ἱεροψάλτης]
- καβαλιέρος ο [kavaléros] Ο18α : κύριος που συνοδεύει κυρία ή δεσποινίδα σε χορό ή σε άλλη κοινωνική εκδήλωση: Όλες οι κοπέλες τον θέλουν για καβαλιέρο. Στην πίστα χορεύουν οι καβαλιέροι με τις ντάμες τους. Tα βήματα του καβαλιέρου στο ταγκό.
[ιταλ. cavalier(e) -ος]
- καραμπινιέρος ο [karabinéros] Ο18 : ονομασία Iταλού αστυνομικού.
[ιταλ. carabinier(e) -ος < γαλλ. carabinier `που κρατάει καραμπίνα΄]
- κρουαζιερόπλοιο το [kruazjeróplio] Ο41 : πλοίο αναψυχής με το οποίο πραγματοποιούνται κρουαζιέρες.
[λόγ. κρουαζιέρ(α) -ο- + πλοίον]
- μπανιερό το [baneró] Ο38 : (παρωχ.) το μαγιό.
[μπάνι(ο) -ερό]
- πανίερος -η -ο [paníeros] Ε5 : συνήθ. στον υπερθετικό βαθμό πανιερότατος, ως τιμητική προσφώνηση μητροπολίτη ή επισκόπου (της ορθόδοξης εκκλησίας).
[λόγ. < ελνστ. πανίερος]
- πιερότος ο [pierótos] Ο18 : 1. πρόσωπο της παλιάς ιταλικής κωμωδίας (κομέντια ντελ άρτε) και της παντομίμας. 2. αποκριάτικη στολή και το πρόσωπο που τη φοράει: Nτύθηκε ~, με φαρδιά άσπρα ρούχα, μεγάλα μαύρα κουμπιά, πτυχωτό περιλαίμιο και κωνικό καπέλο: Ο ~ χόρευε με μια κολομπίνα.
[παλ. ιταλ. pierroto -ς < γαλλ. pierrot]



