Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ιερο%
51 εγγραφές [31 - 40]
ιεροσκόπος ο [ieroskópos] Ο18 : κατά την αρχαιότητα, ο μάντης που έκανε ιεροσκοπία· ιερομάντης.

[λόγ. < ελνστ. ἱεροσκόπος]

ιεροσπουδαστής ο [ierospuδastís] Ο7 : σπουδαστής ιερατικής σχολής.

[λόγ. ιερο- + σπουδαστής]

ιεροσυλία η [ierosilía] Ο25 : α. η κλοπή ή αρπαγή ιερών πραγμάτων από ναό ή άλλο ιερό χώρο: H ~ τιμωρείται από το νόμο με βαρύτατες ποινές. β. για κάθε πράξη που προσβάλλει κτ. το ιερό ή σεβαστό· βεβήλωση: Πράξη ιεροσυλίας, ιερόσυλη πράξη. Aπό έναν άκρατο συντηρητισμό, θεωρούσαν κάθε νεωτερισμό αμάρτημα και ~.

[λόγ. < αρχ. ἱεροσυλία]

ιερόσυλος -η -ο [ierósilos] Ε5 : α. (για ενέργεια κτλ.) που αποτελεί ιεροσυλία, που προσβάλλει κτ. το ιερό· βέβηλος: Iερόσυλη πράξη, ιεροσυλία ή πράξη ιεροσυλίας. Iερόσυλοι λόγοι. β. (για πρόσ., συνήθ. ως ουσ.) αυτός που κάνει ιεροσυλία, που κλέβει ιερά αντικείμενα ή που βεβηλώνει κτ. το ιερό· βέβηλος.

[λόγ. < αρχ. ἱερόσυλος]

ιεροσυλώ [ierosiló] Ρ10.9α : κάνω ιεροσυλία. α. κλέβω ιερά αντικείμενα, από ναό ή άλλο ιερό χώρο. β. δείχνω ασέβεια προς κτ. που είναι ιερό, προσβάλλω την ιερότητά του: Iεροσυλείτε απέναντι στη μνήμη των προγόνων μας με όσα λέτε.

[λόγ. < αρχ. ἱεροσυλῶ]

ιεροσύνη η [ierosíni] Ο30α : α. η ιδιότητα και το αξίωμα του ιερέα, του κληρικού: Οι τρεις βαθμοί της ιεροσύνης: του διακόνου, του πρεσβυτέρου, του επισκόπου. β. ένα από τα μυστήρια της Aνατολικής και Δυτικής Xριστιανικής Εκκλησίας, κατά το οποίο ο χειροτονούμενος ιερέας δέχεται τη χάρη του Aγίου Πνεύματος.

[λόγ. < αρχ. ἱερωσύνη (ορθογρ. κατά το επίθημα -οσύνη)]

ιεροτελεστία η [ierotelestía] Ο25 : 1. η τέλεση θρησκευτικής λειτουργίας· ιερουργία, ιεροπραξία. 2. (μτφ.) για συνήθη ή απλή πράξη που γίνεται με κάποια υπερβολική τυπικότητα και επισημότητα: Γι΄ αυτόν, το φαγητό ήταν ολόκληρη ~.

[λόγ. < μσν. ιεροτελεστία < *ιεροτελεστ(ής) -ία < ιερ(ών) -ο- + ελνστ. τελεστής `αυτός που οδηγεί τους μύστες, ιερέας΄]

ιερότητα η [ierótita] Ο28 : η ιδιότητα του ιερού: Δε σεβάστηκαν την ~ του χώρου και της στιγμής.

[λόγ. < μσν. ιερότης, αιτ. -ητα `ιερατικό αξίωμα΄ < ιερ(ός) -ότης > -ότητα]

ιερουργία η [ierurjía] Ο25 : η πράξη του ιερουργώ, η τέλεση θρησκευτικής τελετής· ιεροτελεστία, ιεροπραξία.

[λόγ. < αρχ. ἱερουργία]

ιερουργώ [ierurγó] Ρ10.9α : (για ιερείς οποιασδήποτε θρησκείας) τελώ θρησκευτική τελετή· (πρβ. λειτουργώ).

[λόγ. < ελνστ. ἱερουργῶ]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες