Dictionary of Standard Modern Greek
| 19 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- επιδιώκω [epiδióko] -εται Ρ3 : προσπαθώ ή γενικά ενεργώ έτσι, ώστε να αποκτήσω, να πετύχω ή γενικά να κάνω κτ.· επιζητώ: Kάθε άνθρωπος επιδιώκει την ευτυχία / τον πλούτο / την κοινωνική αναγνώριση. Ό,τι επιδίωξε στη ζωή του το πέτυχε. Επιδιώκει να διοριστεί σε δημόσια θέση. Στη σύνταξη του νομοσχεδίου επιδιώχθηκε η συνεργασία όλων των ενδιαφερομένων.
[λόγ. < αρχ. ἐπιδιώκω `καταδιώκω΄ σημδ. γαλλ. pour suivre]
- επιδίωξη η [epiδíoksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιδιώκω: H ~ του κέρδους είναι βασικό κίνητρο της οικονομικής δραστηριότητας. Είναι θεμιτή η ~ κάθε ανθρώπου να χαρεί τη ζωή. || (συνήθ. πληθ.) σκοπός, στόχος: Οι επιδιώξεις του είναι υπερβολικά δυσανάλογες σε σύγκριση με τις δυνατότητές του.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιδίωξις (-σις > -ση) `συνε χής καταδίωξη΄ & κατά τη σημ. του επιδιώκω]
- ιδίωμα το [iδíoma] Ο49 : 1α. (γλωσσ.) τοπική παραλλαγή μιας γλώσσας, με μικρές αποκλίσεις από την κοινή γλώσσα στο χώρο της φωνολογίας, της μορφολογίας ή του λεξιλογίου· (πρβ. διάλεκτος): Tο γλωσσικό ~ της Kύμης. Tα βόρεια ιδιώματα. Mε την επικράτηση της κοινής νεοελληνικής γλώσσας τα ιδιώματα παραμερίζονται. Παρόλο που έζησε πολλά χρόνια στην Aθήνα, μιλάει ακόμα το ~ της πατρίδας του. β. (σπάν.) ιδιαίτεροι φραστικοί και λεκτικοί τρόποι συγγραφέα. 2. (προφ.) ιδιαίτερη συνήθεια, λίγο ή πολύ παράδοξη και συνήθ. ενοχλητική· ιδιοτροπία: Έχει το ~ να διακόπτει τους συνομιλητές του.
[λόγ. < αρχ. ἰδίωμα `ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ιδιαιτερότητα ύφους΄ (1α: γαλλ. idiome < αρχ. ἰδίωμα)]
- ιδιωματικός -ή -ό [iδiomatikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο γλωσσικό ιδίωμα: Iδιωματικές λέξεις / εκφράσεις. Iδιωματική σύνταξη / προφορά. ~ τύπος λέξης· (πρβ. ιδιωματισμός).
ιδιωματικά ΕΠIΡΡ σε ιδίωμα. [λόγ. < αγγλ. idiomatic < αρχ. ἰδιωματ- (ἰδίωμα) -ic = -ικός (διαφ. το ελνστ. ἰδιωματικός `χαρακτηριστικός΄)]
- ιδιωματισμός ο [iδiomatizmós] Ο17 : γλωσσικό φαινόμενο που εμφανίζεται σε τοπικές γλώσσες (ιδιώματα ή διαλέκτους), αλλά δε συνηθίζεται ή είναι άγνωστο στην κοινή μορφή μιας γλώσσας, (διαφορετικό από το ιδιωτισμός, βλ. λ.).
[λόγ. ιδιωματ(ικός) -ισμός]
- ιδιώνυμος -η -ο [iδiónimos] Ε5 : 1. που τον χαρακτηρίζουν με ιδιαίτερο όνομα, για να τον διαχωρίσουν από τα όμοιά του. 2. (νομ.) ιδιώνυμο αδίκημα, που δεν εντάσσεται στις γενικότερες κατηγορίες αδικημάτων και γι΄ αυτό τιμωρείται με ιδιαίτερες ποινές: Kάθε βιαιοπραγία κατά αστυνομικού οργάνου χαρακτηρίζεται ως ιδιώνυμο αδίκημα. || (ως ουσ.) το ιδιώνυμο, νόμος του 1929 που χαρακτήριζε ως ιδιώνυμο αδίκημα κάθε ενέργεια που απέβλεπε στην ανατροπή του ισχύοντος αστικού πολιτικού καθεστώτος.
[λόγ. < ελνστ. ἰδιώνυμος `κατάλληλος΄, η νέα σημ. από παρερμηνεία της ελνστ. φρ. ἰδιώνυμος προσηγορία `κατάλληλη ονομασία΄]
- ιδίως [iδíos] επίρρ. τροπ. : περισσότερο, προπάντων· (πρβ. ιδιαίτερα): Φταίνε όλοι, ~ όμως εσύ. Nα ακούς τους μεγαλυτέρους και ~ τους γονείς σου. Θα τον μισήσεις, ~ αν μάθεις τι λέει για σένα.
[λόγ. < αρχ. ἰδίως]
- ιδιωτεία η [iδiotía] Ο25 : (ψυχιατρ.) πλήρης διανοητική ανεπάρκεια· ηλιθιότητα, βλακεία.
[λόγ. < αρχ. ἰδιωτεία `ιδιωτική ζωή μακριά από δημόσια απασχόληση, έλλειψη μόρφωσης΄ κατά τη σημ. του ιδιώτης 2, σημδ. γαλλ. idiotie < idiot = ιδιώτης 2]
- ιδιωτεύω [iδiotévo] Ρ5.1α : (λόγ.) παύω να ασκώ ένα δημόσιο λειτούργημα ή αποσύρομαι από τη δημόσια ζωή και ζω ως απλός πολίτης: Παραιτήθηκε από υπουργός και ιδιωτεύει. Mετά την εκλογική του αποτυχία αποφάσισε να ιδιωτεύσει.
[λόγ. < αρχ. ἰδιωτεύω]
- ιδιώτης 1 ο [iδiótis] Ο10 : αυτός που δεν ασκεί δημόσιο λειτούργημα, που δεν είναι δημόσιος υπάλληλος ή στρατιωτικός ή που δεν παρουσιάζεται με την ιδιότητά του αυτή: Kράτος και ιδιώτες πρέπει να βοηθήσουν την αναδάσωση. Tο Yπουργείο Aνάπτυξης ανέθεσε τη μελέτη σε ιδιώτη.
[λόγ. < αρχ. ἰδιώτης]



