Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ιδιο%
87 εγγραφές [51 - 60]
ιδιότυπος -η -ο [iδiótipos] Ε5 : που έχει μια ιδιαίτερη μορφή, έναν τύπο διαφορετικό από τους άλλους και μοναδικό· (πρβ. ιδιόμορφος, ιδιόρρυθμος): Έργο ξεχωριστό και ιδιότυπο μέσα σε όλη την ποιητική παραγωγή. ιδιότυπα ΕΠIΡΡ με τρόπο ιδιότυπο.

[λόγ. < ελνστ. ἰδιότυπος]

ιδιοφυής -ής -ές [iδiofiís] Ε10 : α. (για πρόσ.) που έχει από τη φύση του κάποια εξαιρετική νοητική ικανότητα σε μια τέχνη, επιστήμη κτλ.· (πρβ. μεγαλοφυής): ~ καλλιτέχνης / μαθηματικός / πολιτικός. β. για ό,τι είναι αποτέλεσμα μιας εξαιρετικής νοητικής ικανότητας: ~ σκέψη / λύση. Iδιοφυές σχέδιο.

[λόγ. < ελνστ. ἰδιοφυής `που έχει ιδιαίτερο φυσικό΄]

ιδιοφυΐα η [iδiofiía] Ο25 : η ιδιότητα του ιδιοφυούς, η εξαιρετική νοητική ικανότητα σε μια τέχνη, επιστήμη κτλ.· (πρβ. μεγαλοφυΐα). || (για άνθρ. ιδιοφυή): Είναι ~ στα μαθηματικά.

[λόγ. ιδιοφυ(ής) -ία]

ιδιόφωνος -η -ο [iδiófonos] Ε5 : για μουσικά όργανα στα οποία ο ήχος παράγεται από τις δονήσεις ενός συμπαγούς υλικού: H καμπάνα ανήκει στα ιδιόφωνα όργανα.

[λόγ. < γερμ. Idiophon < idio- = ιδιο- + -phon = -φωνος]

ιδιόχειρος -η -ο [iδióxiros] Ε5 : που τον έχει φτιάξει κάποιος με το δικό του χέρι: Iδιόχειρη διαθήκη· (πρβ. αυτόγραφος). Iδιόχειρο σκίτσο. ιδιοχείρως ΕΠIΡΡ με το ίδιο μου το χέρι: Tου παρέδωσα την επιστολή που μου εμπιστευτήκατε ~.

[λόγ. < μσν. ιδιόχειρος < ιδιο- + χειρ- (δες χείρα) -ος· λόγ. ιδιόχειρ(ος) -ως]

ιδιοχρησία η [iδioxrisía] Ο25 : (νομ.) ιδιοχρησιμοποίηση.

[λόγ. ιδιο- + χρήσ(ις) -ία μτφρδ. γερμ. Selbstgebrauch]

ιδιοχρησιμοποίηση η [iδioxrisimopíisi] Ο33 : (νομ.) η χρησιμοποίηση ενός πράγματος από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη του: ~ καταστήματος / αγροκτήματος. ~ κατοικίας, η ιδιοκατοίκηση.

[λόγ. ιδιο- + χρησιμοποίη(σις) -ση]

ιματίδιο το [imatíδio] Ο40 : επίσημη στολή αξιωματικών.

[λόγ. < αρχ. ἱματίδιον (υποκορ. του ἱμάτιον) σημασιολ. σφαλερός δαν.]

ιρίδιο το [iríδio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο.

[λόγ. < νλατ. iridium < λατ. irid- < αρχ. ἰριδ- (rρις δες στο ίριδα) -ium = -ιον]

κατοικίδιος -α -ο [katikíδios] Ε6 : για ζώα εξημερωμένα που ζουν κοντά στον άνθρωπο, που μένουν σπίτι μαζί του: Ο σκύλος είναι κατοικίδιο ζώο.

[λόγ. < ελνστ. κατοικίδιος, αρχ. σημ.: `θεραπεία που μπορεί να γίνει στο σπίτι΄]

< Προηγούμενο   1... 4 5 [6] 7 8 9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες