Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ιδης
98 εγγραφές [11 - 20]
αξονοειδής -ής -ές [aksonoiδís] Ε10 : (λόγ.) που έχει το σχήμα άξονα.

[λόγ. αξον- (δες άξονας) + -ειδής μτφρδ. γαλλ. axiforme]

αραχνοειδής -ής -ές [araxnoiδís] Ε10 : α.που είναι όμοιος με αράχνη ή με ιστό αράχνης. β. (ως ουσ.) τα αραχνοειδή, ομοταξία αρθρόποδων εντόμων χωρίς φτερά (που περιλαμβάνει και τα γνωστά είδη αράχνης).

[λόγ.: α: αρχ. ἀραχνοειδής· β: σημδ. γαλλ. arachnides < αρχ. ἀράχνη]

ασκοειδής -ής -ές [askoiδís] Ε10 : που έχει το σχήμα ασκού.

[λόγ. ασκ(ός) -ο- + -ειδής]

αστεροειδής -ής -ές [asteroiδís] Ε10 : 1.(λόγ.) που μοιάζει με αστέρι, με άστρο. 2. (ως ουσ.) ο αστεροειδής, καθένας από τους μικρούς πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος που είναι αόρατοι με γυμνό μάτι και των οποίων οι τροχιές βρίσκονται ως επί το πλείστον ανάμεσα στις τροχιές του Δία και του Άρη: Οι πρώτοι αστεροειδείς ανακαλύφθηκαν στις αρχές του 19ου αι.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀστεροειδής, αρχ. σημ.: `έναστρος΄· 2: σημδ. γαλλ. astéroïde < ελνστ. ἀστεροειδής]

ατρακτοειδής -ής -ές [atraktoiδís] Ε10 : που μοιάζει με άτρακτο: Aτρακτοειδές σχήμα.

[λόγ. < ελνστ. ἀτρακτοειδής]

αυγοειδής -ής -ές [avγoiδís] Ε10 : (κυρ. για στερεό σώμα αλλά και για επίπεδο σχήμα) που έχει σχήμα αυγού (κότας)· αυγόσχημος, αυγουλωτός.

[λόγ. αυγ(ό) -ο- + -ειδής μτφρδ. του αρχ. ᾠοειδής (διαφ. το ελνστ. αὐγοειδής `που έχει τη φύση του φωτός΄)]

αφειδής -ής -ές [afiδís] Ε10 : 1.(για πρόσ.) που δίνει, προσφέρει ή διαθέτει κτ. χωρίς φειδώ, χωρίς περιορισμό. ANT φειδωλός: Aφειδείς στις υποσχέσεις αλλά φειδωλοί στις πράξεις. 2. που δίνεται, διατίθεται ή καταναλώνεται χωρίς φειδώ, χωρίς περίσκεψη ή μέτρο: Aφειδείς υποσχέσεις. αφειδώς ΕΠIΡΡ: Πρόσφερε ~ όλη του την περιουσία. Mοίραζε ~ υποσχέσεις.

[λόγ. < αρχ. ἀφειδής, ἀφειδῶς]

βελονοειδής -ής -ές [velonoiδís] Ε10 : που έχει το σχήμα της βελόνας, που μοιάζει με βελόνα: Tα φύλλα των κωνοφόρων δέντρων είναι βελονοειδή.

[λόγ. < ελνστ. βελονοειδής]

βλαστοειδής -ής -ές [vlastoiδís] Ε10 : που έχει τη μορφή βλαστού, που μοιάζει με βλαστό.

[λόγ. βλαστ(ός) -ο- + -ειδής]

βολβοειδής -ής -ές [volvoiδís] Ε10 : που έχει σχήμα βολβού, που μοιάζει με βολβό.

[λόγ. < ελνστ. βολβοειδής]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...10   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες