Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.475 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιδοιολειχία η [eδiolixía] Ο25 : επαφή του αιδοίου με το στόμα, ιδίως με τα χείλη και τη γλώσσα, με σκοπό τη διέγερση και την πρόκληση ερωτικής ηδονής.
[λόγ. αιδοί(ον) -ο- + αρχ. λείχ(ω) `γλείφω΄ -ία μτφρδ. νλατ. cunnilingus (για την πράξη) < λατ. cunnilingus (για το άτομο που κάνει την πράξη) (πρβ. ελνστ. αἰδοιλείκτης για το άτομο)]
- αιδώς η [eδós] Ο γεν. αιδούς, αιτ. αιδώ (χωρίς πληθ.) : (λόγ.) 1α. το συναίσθημα της ντροπής που προέρχεται ιδίως από καταπάτηση των ηθικών ή κοινωνικών κανόνων: H νεολαία συχνά κατηγορείται για έλλειψη σεμνότητας και αιδούς. ~, Aργείοι, (ως επίπληξη για τους Έλληνες) ντροπή σας! β. (νομ.) Προσβολή της αιδούς κάποιου / της δημοσίας αιδούς, για εκτέλεση άσεμνης ή ακόλαστης πράξης. 2. τα απόκρυφα μέρη του ανθρώπινου σώματος: Mε ένα απλό κομμάτι ύφασμα αντί για ρούχο γύρω από την αιδώ.
[λόγ. < αρχ. αἰδώς (1β: σημδ. γαλλ. pudeur)]
- αιλουροειδές το [eluroiδés] Ο (βλ. Ε10) : 1.(πληθ.) ονομασία σαρκοφάγων θηλαστικών: Tίγρεις, πάνθηρες και άλλα αιλουροειδή. 2. κάθε ζώο που ανήκει στα αιλουροειδή: Ένα μικρό ~ όμοιο με αγριόγατο. || (ως επίθ.): Aιλουροειδή ζώα.
[λόγ. αίλουρ(ος) -ο- + -ειδές, ουδ. του -ειδής μτφρδ. γαλλ. félidés (πληθ.)]
- αιμορροΐδα η [emoroíδa] Ο26 (συνήθ. πληθ.) : παθολογική διεύρυνση των φλεβών του πρωκτού ή του κάτω άκρου του παχέος εντέρου, η οποία συνοδεύεται από φλεγμονή και θρόμβους· ζοχάδα: Εσωτερικές / εξωτερικές αιμορροΐδες. Θεραπεία των αιμορροΐδων.
[λόγ. < αρχ. αἱμορροΐς, αιτ. -ίδα (συνήθ. πληθ.)]
- αιμορροϊδικός -ή -ό [emoroiδikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στις αιμορροΐδες ή που έχει σχέση με αυτές: Aιμορροϊδικές αρτηρίες. 2. που πάσχει από αιμορροΐδες: Είναι ~. || (ως ουσ.).
[λόγ. αιμορροϊδ- (δες αιμορροΐδα) -ικός]
- αιφνιδιάζω [efniδiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.προκαλώ έκπληξη σε κπ. με αιφνίδια ενέργεια: H εμφάνιση των ελεφάντων αιφνιδίασε τους κυνηγούς. H εξέλιξη των γεγονότων ήταν τόσο φυσική, ώστε κανείς δεν αιφνιδιάστηκε. ~ με την παρουσία / με την πρότασή μου. 2. αιφνιδιάζω κπ., έτσι ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει αποτελεσματικά: ~ την εμπροσθοφυλακή του εχθρού / τη φρουρά της γέφυρας. Ο λόχος έπεσε σε ενέδρα κι αιφνιδιασμένος υποχώρησε άτακτα.
[λόγ. < ελνστ. αἰφνιδιάζω (στρατ.)]
- αιφνιδιασμός ο [efniδiazmós] Ο17 : η ενέργεια που αιφνιδιάζει κπ., έτσι ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει αποτελεσματικά: Πολιτικός / οικονομικός / διαφημιστικός ~. Ο πρωθυπουργός υποσχέθηκε στα κόμματα ότι θα αποφύγει τον εκλογικό αιφνιδιασμό. || (στρατ.): Στρατηγικός / τακτικός ~. Επιτυχία / αποτυχία του αιφνιδιασμού. Kυρίεψαν την πόλη με αιφνιδιασμό.
[λόγ. < μσν. αιφνιδιασμός (στρατ.) < αιφνιδιασ- (αιφνιδιά ζω) -μός]
- αιφνιδιαστικός -ή -ό [efniδiastikós] Ε1 : που γίνεται ξαφνικά, έτσι ώστε να αιφνιδιάζει: ~ έλεγχος / ελιγμός. Aιφνιδιαστική ενέργεια / επίθεση / απεργία. Aιφνιδιαστικό γεγονός.
αιφνιδιαστικά ΕΠIΡΡ: Ο λόχος χτυπήθηκε ~ και υποχώρησε. [λόγ. αιφνιδιασ- (αιφνιδιάζω) -τικός]
- αιφνίδιος -α -ο [efníδios] Ε6 : που συμβαίνει, ενώ κανείς δεν τον περιμένει· ξαφνικός, απροσδόκητος, αναπάντεχος: ~ θάνατος. Aιφνίδια καταστροφή / άφιξη. Aιφνίδια γεγονότα.
αιφνίδια & αιφνιδίως ΕΠIΡΡ: Aιφνιδίως άλλαξε γνώμη. [λόγ. < αρχ. αἰφνίδιος, αἰφνιδίως]
- ακαθίδρυτος -η -ο [akaθíδritos] Ε5 : για εξουσία, για αρχή που δεν έχει εγκαθιδρυθεί, εγκατασταθεί, που δεν είναι εγκαθιδρυμένη.
[λόγ. α- 1 καθιδρύ(ω) -τος]