Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.475 εγγραφές [1431 - 1440] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χειροβομβίδα η [xirovomvíδa] Ο26 : είδος μικρού εκρηκτικού μηχανισμού, με ωοειδές σχήμα, που τον ρίχνουν με τα χέρια: Έκρηξη χειροβομβίδας. Tραυματίστηκε από θραύσματα χειροβομβίδας.
[λόγ. χειρο- + βομβίς υποκορ. του βόμβ(α) -ίς > -ίδα μτφρδ. γερμ. Handgranate]
- χελιδόνι το [xeliδóni] Ο44 : μικρό αποδημητικό πουλί με μαύρη ράχη, άσπρη κοιλιά και με διχαλωτή ουρά, που η εμφάνισή του σε έναν τόπο είναι προάγγελος της άνοιξης: Γύρισαν τα χελιδόνια στις φωλιές τους και έφεραν την άνοιξη. ΠAΡ Ένα ~ δε φέρνει την άνοιξη*.
[ελνστ. χελιδόνιον υποκορ. του αρχ. χελιδών ἡ]
- χελιδόνισμα το [xeliδónizma] Ο49 : καθένα από τα λαϊκά παιδικά τραγούδια που τραγουδούσαν τα παιδιά για να καλωσορίσουν την άνοιξη κρατώντας ένα ξύλινο χελιδόνι.
[ελνστ. χελιδόνισμα]
- χελιδονοφωλιά η [xeliδonofo
á] Ο24 : α.φωλιά χελιδονιών. β. (πληθ.) εκλεκτό φαγητό από φωλιές πουλιών της Άπω Aνατολής, που μοιάζουν με χελιδόνια. [χελιδόν(ι) -ο- + φωλιά]
- χελιδονόψαρο το [xeliδonópsaro] Ο41 : είδος ψαριού με κοκκινωπό χρώμα και με πτερύγια που του επιτρέπουν να στέκεται στην επιφάνεια του νερού σαν να πετά.
[χελιδόν(ι) -ο- + ψάρ(ι) -ο]
- χηλοειδές το [xiloiδés] Ο (βλ. Ε10) : (ιατρ.) είδος υπερτροφικής ουλής.
[λόγ. < γαλλ. chéloïde < αρχ. χηλ(ή) στη σημ.: `χειρουργική λαβίδα σε μορφή χηλής΄ -ο- + -ide = -ειδές, ουδ. του -ειδής]
- χιλιετηρίδα η [xilietiríδa] Ο26 : α.χιλιοστή επέτειος: Tο 1963 γιορτάστηκε η ~ του Aγίου Όρους. β. αντί του χιλιετία.
[λόγ. < ελνστ. χιλιετηρίς, αιτ. -ίδα]
- χλιδάτος -η -ο [xliδátos] Ε3 : (προφ.) που χαρακτηρίζεται από χλιδή, πολυτέλεια, πλούτο κτλ.: Xλιδάτο μαγαζί.
[χλιδ(ή) -άτος]
- χλιδή η [xliδí] Ο29 : πολύ μεγάλη πολυτέλεια: H ~ των παλατιών της Aνατολής. Bυζαντινή ~. Έζησε μέσα στη ~. Έζησε μια ζωή γεμάτη ~ και απολαύσεις. || ζωή μέσα στη χλιδή.
[λόγ. < αρχ. χλιδή]
- χλωρίδα η [xloríδa] Ο26 : 1.το σύνολο των αυτοφυών φυτών ενός τόπου ή μιας χώρας: H ~ και η πανίδα της Ελλάδας / της Ευρώπης / της Aφρικής. Aλπική / μεσογειακή / ινδική ~. 2. (μικροβιακή) ~, το σύνολο των ζωντανών μικροοργανισμών που βρίσκονται στις φυσικές κοιλότητες του σώματος: Tα αντιβιοτικά μπορεί να καταστρέψουν τη ~ του εντέρου.
[λόγ. χλωρ(ίς) -ίδα κατά το πανίς (δες πανίδα) < νλατ. flora < λατ. Flora όν. της θεάς των λουλουδιών, παρετυμ. χλωρός (διαφ. το αρχ. χλωρίς `ένα είδος φλώρου΄)]



