Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 753 εγγραφές [621 - 630] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σελιδοποίηση η [seliδοpíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σελιδοποιώ: Πρέπει να γίνει η ~. H ~ δεν είναι καλή.
[λόγ. σελιδ- (δες σελί δα) -ο- + -ποίη(σις) -ση]
- σηματοδότηση η [simatoδótisi] Ο33 : 1. η τοποθέτηση οδικών σημάτων και σηματοδοτών για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας πεζών και οχημάτων: Πολλά τροχαία ατυχήματα οφείλονται στην ελλιπή ~ των δρόμων. 2. (μτφ.) η ύπαρξη συγκεκριμένων χαρακτηριστικών που δίνουν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία ενός πράγματος.
[λόγ. σηματοδοτη- (σηματοδοτώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. signalisation]
- σκιαγράφηση η [skiaγráfisi] Ο33 : η περιγραφή ενός θέματος σε γενικές γραμμές.
[λόγ. σκιαγραφη- (σκιαγραφώ) -σις > -ση]
- σκληραγώγηση η [skliraγójisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκληραγωγώ· σκληραγωγία.
[λόγ. σκληραγωγη- (σκληραγωγώ) -σις > -ση]
- σταθεροποίηση η [staθeropíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σταθεροποιώ, η επίτευξη σταθερότητας. ANT αποσταθεροποίηση: ~ της δημοκρατίας / του καθεστώτος / της κυβέρνησης. || (οικον.) ~ των τιμών. ~ του νομίσματος, η επίτευξη σταθερότητας στην αγοραστική αξία ενός νομίσματος, η εξουδετέρωση των διακυμάνσεων της αγοραστικής αξίας ενός νομίσματος.
[λόγ. σταθεροποιη- (σταθεροποιώ) -σις > -ση]
- σταχυολόγηση η [staxiolójisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σταχυολογώ: ~ λέξεων / φράσεων / χωρίων / στίχων / αποσπασμάτων.
[λόγ. σταχυολογη- (σταχυολογώ) -σις > -ση]
- στεγανοποίηση η [steγanopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στεγανοποιώ: ~ της ταράτσας. || (μτφ.): ~ της δημόσιας διοίκησης / των ενόπλων δυνάμεων.
[λόγ. στεγανοποιη- (στεγανοποιώ) -σις > -ση]
- στενογράφηση η [stenoγráfisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στενογραφώ.
[λόγ. στενογραφη- (στενογραφώ) -σις > -ση]
- στερεοποίηση η [stereopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στερεοποιώ: ~ του νερού, μετατροπή του σε πάγο. ~ της λάβας / του λιωμένου μετάλλου με ψύξη.
[λόγ. < ελνστ. στερεοποίη(σις) -ση]
- στέρηση η [stérisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στερώ. 1α. ενέργεια ή σύνολο ενεργειών που έχουν ως αποτέλεσμα να αφαιρείται από κπ. κτ. που του ανήκει, που το έχει ανάγκη, που του είναι απαραίτητο: ~ της προσωπικής ελευθερίας / των πολιτικών δικαιωμάτων. Tροχαία παράβαση που έχει ως αποτέλεσμα τη ~ της άδειας οδηγήσεως. || για συναίσθημα: H ~ της μητρικής αγάπης. || απώλεια: ~ της όρασης. β. το να μην προσφέρω στον εαυτό μου ή και στους άλλους όσα θα εξασφάλιζαν επιθυμητές συνθήκες διαβίωσης: Tον τιμώρησαν με ~ τροφής και νερού. (ψυχ., ιατρ.) Συναισθηματική ~. Σύνδρομο στέρησης. || έλλειψη: Πάσχει λόγω στέρησης ορισμένων βιταμινών. 2. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη των αγαθών, τα οποία είναι αναγκαία για να ζήσει κάποιος: Zει μέσα στη ~. Zωή γεμάτη στερήσεις. Πέθανε από στερήσεις και κακουχίες. Yποβάλλω κπ. σε στερήσεις.
[λόγ. < αρχ. στέρη(σις) -ση]



