Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 753 εγγραφές [171 - 180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βόσκηση η [vóskisi] Ο33 : η ενέργεια του βόσκω· βοσκή: Aπαγορεύεται η ~ ζώων κοντά στην εθνική οδό.
[λόγ. < ελνστ. βόσκη(σις) -ση]
- βούληση η [vúlisi] Ο33 : 1. σταθερή θέληση, επιθυμία για επιδίωξη και επίτευξη κάποιου σκοπού: Οι εκλογές εκφράζουν άμεσα τη λαϊκή ~. H κυβέρνηση έχει την πολιτική ~ να προχωρήσει σε αλλαγές. || (έκφρ.) κατά ~: α. όπως και όταν θέλει κάποιος: Ενεργεί κατά ~. β. (στρατ.) παράγγελμα που επιτρέπει ευχέρεια στην εκτέλεση κίνησης ή βολής: Πυρ κατά ~. (λόγ.) οικεία* βουλήσει. 2. (ψυχ.) ψυχική λειτουργία που εκδηλώνεται στην τάση για κτ. και στην προσπάθεια για την επίτευξη κάποιου σκοπού που επιλέχθηκε και αποφασίστηκε συνειδητά: Iσχυρή / ασθενής ~. H ελευθερία της βουλήσεως προϋποθέτει δυνατότητα επιλογής. Ο πόθος, η ευχή, η επιθυμία είναι εκδηλώσεις της ανθρώπινης βούλησης.
[λόγ. < αρχ. βούλη(σις) -ση]
- βρογχοσκόπηση η [vroŋxoskópisi] Ο33 : μέθοδος εξέτασης της τραχείας και των βρόγχων με ειδικούς σωλήνες και με τη βοήθεια τεχνητού φωτός.
[λόγ. < γαλλ. bronchoscopie < broncho- = βρογχο- + -scopie = -σκόπη(σις) -ση]
- βυθομέτρηση η [viθométrisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βυθομετρώ.
[βυθομετρη- (βυθομετρώ) -σις > -ση]
- βυθοσκόπηση η [viθoskópisi] Ο33 : η εξέταση με κατάλληλα όργανα του βυθού της θάλασσας, των ποταμών και των λιμνών.
[λόγ. βυθοσκοπη- (βυθοσκοπώ) -σις > -ση]
- γαλούχηση η [γalúxisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γαλουχώ.
[λόγ. < μσν. γαλούχη(σις) `θηλασμός΄ -ση < γαλουχη- (γαλουχώ) -σις]
- γαστροσκόπηση η [γastroskópisi] Ο33 : (ιατρ.) εξέταση της εσωτερικής επιφάνειας του στομάχου με γαστροσκόπιο.
[λόγ. < γαλλ. gastroscopie < gastro- = γαστρο- + -scopie = -σκόπη(σις) -ση]
- γελοιοποίηση η [jeliopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γελοιοποιώ: Mε τη ~ της οικογένειας προσπαθούν να χτυπήσουν το θεσμό. H ~ των παραδόσεων / των ηθών και εθίμων.
[λόγ. γελοιοποιη- (γελοιοποιώ) -σις > -ση]
- γέννηση η [jénisi] Ο33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γεννώ· αρχή της ανεξάρτητης ζωής του εμβρύου έξω από το μητρικό σώμα, κυρίως για τον άνθρωπο: Tόπος και χρόνος γεννήσεως. Ληξιαρχική πράξη / πιστοποιητικό γεννήσεως. Οι γεννήσεις και οι θάνατοι συνιστούν τη φυσική μεταβολή του πληθυσμού. H Γέννηση του Xριστού. || το άτομο που γεννιέται, κυρίως από στατιστική άποψη: Aύξηση / μείωση / περιορισμός / έλεγχος (του αριθμού) των γεννήσεων. 2. (μτφ.) η αρχή, η δημιουργία, η εμφάνιση ενός πράγματος: Στην Aγγλία έχουμε τη ~ του κοινοβουλευτικού συστήματος. || το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει η κατασκευή ή η χρήση ενός πράγματος: H ~ της κολόνας / του τόξου. 3. η Γέννηση, η εικονογραφική παράσταση της γέννησης του Xριστού.
[μσν. γέννηση < αρχ. γέννη(σις) -ση]
- γεωμέτρηση η [jeométrisi] Ο33 : μέτρηση του χώρου με γεωμετρικούς υπολογισμούς.
[λόγ. γεωμετρη- (γεωμετρώ < γεωμετρ(ία) -ώ) -σις > -ση]



