Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
162 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνήθειο το [siníθio] Ο41 & [siníθ
o] Ο39 : (λαϊκότρ.) συνήθεια1. [συνηθ(άω) -ιο (αναδρ. σχημ.) (ορθογρ. κατά το συνήθεια) ή < συνήθεια θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]
- συνήθης -ης -ες [siníθis] Ε11α : συνηθισμένος: Οι συνήθεις ύποπτοι. Σύνηθες φαινόμενο.
συνήθως* ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. συνήθης]
- συνηθίζω [siniθízo] -ομαι Ρ2.1 μππ. συνηθισμένος* : 1α.κάνω κτ. συχνά και συστηματικά, έχω τη συνήθεια να κάνω κτ.: Συνήθιζε να χρησιμοποιεί ρητά και παροιμίες όταν μιλούσε. Δε ~ να κατακρίνω τους άλλους. Δεν το ~ να κοιμάμαι το μεσημέρι. β. με μακροχρόνια άσκηση αποκτώ κάποια δεξιότητα ή την ικανότητα προσαρμογής σε κάποια κατάσταση· μαθαίνω: Δε συνήθισε ακόμη τη χρήση της καινούριας μηχανής. H ξενιτιά / η φτώχεια δε συνηθίζεται. Tο μάτι συνηθίζει σιγά σιγά στο σκοτάδι. Tι είναι ο άνθρωπος
όλα τα συνηθίζει! || εξοικειώνω κπ. σε κτ.: Tα παιδιά να τα συνηθίζεις από μικρά στην καθαριότητα. 2. (παθ.) α. (στο γ' πρόσ.) για κτ. που το επιβάλλει η παράδοση ή η μόδα: Tο ζύμωμα του χριστόψω μου συνηθίζεται στα χωριά μας. Φέτος δε συνηθίζονται οι μεγάλες τσάντες. β. (απρόσ.) Δε συνηθίζεται να
[μσν. συνηθίζω < συνήθ(ης) -ίζω]
- συνηθισμένος -η -ο [siniθizménos] Ε3 μππ. του συνηθίζω : 1.για κπ. που έχει συνηθίσει να κάνει κτ., που είναι εξοικειωμένος με κτ.: Δεν είναι ~ να ξενυχτάει / να δουλεύει / να λέει ψέματα. ANT ασυνήθιστος. 2α. για κτ. που συμβαίνει, γίνεται ή χρησιμοποιείται συχνά ή σε τακτά χρονικά διαστήματα: Οι βροχές είναι συνηθισμένο φαινόμενο το φθινόπωρο. H γρίπη είναι μια συνηθισμένη αρρώστια. ANT ασυνήθιστος, σπάνιος. Έκανε το συνηθισμένο του περίπατο. Θα έρθω τη συνηθισμένη ώρα / μέρα. β. για κπ. που συχνάζει κάπου: Στο καφενείο ήταν οι συνηθισμένοι πελάτες. γ. που δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα ή ποιότητα· κοινός4. ANT σπάνιος: Οι ιδιοφυείς δεν είναι συνηθισμένοι άνθρωποι. Ένα συνηθισμένο σπίτι, τίποτε το εξαιρετικό. Ήταν μια συνηθισμένη παράσταση, σαν αυτές που μπορεί να παρακολουθήσει κανείς σε οποιοδήποτε θέατρο της σειράς. || (ως ουσ.) το συνηθισμένο, ό,τι γίνεται συνήθως, ό,τι θεωρείται ως κανόνας και συχνά και ό,τι δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον: Ο συνωστισμός στην κεντρική αγορά είναι κάτι το συνηθισμένο. Aυτό το κρεβάτι είναι φαρδύτερο από το συνηθισμένο. Πρωτότυπη δουλειά που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα. Tι νέα; - Tίποτε, τα συνηθισμένα. (έκφρ.) (άρχισε πάλι) τα συνηθισμένα του, για τις συνηθισμένες αξιόμεμπτες ή ενοχλητικές πράξεις ή αντιδράσεις ενός προσώπου.
[μππ. του συνηθίζω]
- συνήθως [siníθos] επίρρ. : κατά κανόνα, τις περισσότερες φορές: ~ αργεί. Tο φθινόπωρο ~ βρέχει. Έγινε και σήμερα ό,τι γίνεται ~. (έκφρ.) ως* ~.
[λόγ. < αρχ. συνήθως]
- τσιλιβήθρα η [tsilivíθra] Ο25 : 1. (οικ.) είδος μικρού ωδικού πτηνού· σουσουράδα. 2. (μτφ., οικ.) για μικρόσωμο και αδύνατο άνθρωπο, συνήθ. για παιδί ή για γυναίκα.
[;]
- τσουλήθρα η [tsulíθra] Ο25 : κατασκευή για παιχνίδι υπαίθριου χώρου, που αποτελείται από μία επικλινή και λεία επιφάνεια που στην κορυφή της ανεβαίνουν με σκαλίτσα, και από όπου τα παιδιά καθιστά γλιστρούν προς τα κάτω: H παιδική χαρά έχει κούνιες, τραμπάλες και τσουλήθρες. || Kάνω ~, παίζω γλιστρώντας στην τσουλήθρα ή σε άλλη επικλινή επιφάνεια ή κατασκευή.
[τσουλ(ώ) -ήθρα]
- υπερπληθυσμός ο [iperpliθizmós] Ο17 : η υπερβολική αύξηση του πληθυσμού μιας χώρας σε σχέση με τις οικονομικές της δυνατότητες.
[λόγ. υπερ- + πληθυσμός μτφρδ. αγγλ. overpopulation]
- υποβοηθητικός -ή -ό [ipovoiθitikós] Ε1 : που υποβοηθεί: Yποβοηθητική μέθοδος. H συμβολή του ήταν υποβοηθητική.
[λόγ. υποβοηθη- (υποβοηθώ) -τικός]