Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 162 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πληθαίνω [pliθéno] Ρ7.4α : αυξάνομαι σε αριθμό, σε ποσότητα, γίνομαι περισσότερος. ANT μειώνομαι, ελαττώνομαι: Στις μέρες μας πλήθυναν πολύ τα κρούσματα κλοπών / διαρρήξεων. Tα θύματα του έιτζ όσο πάνε και πληθαίνουν. Πλήθυναν οι φήμες ότι το νόμισμα θα υποτιμηθεί.
[αρχ. πληθ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]
- πλήθεμα το [plíθema] Ο49 : το αποτέλεσμα του πληθαίνω.
[πληθαί(νω) -μα (ορθογρ. απλοπ.)]
- πλήθιος -α -ο [plíθxos] Ε4 : (λογοτ.) πολυάριθμος, πάρα πολύς, πολυπληθής: Έχει πλήθιες χάρες / ομορφιές / αρετές.
[μσν. πλήθιος `περισσός΄ < πλήθ(ος) -ιος]
- πλήθος το [plíθos] Ο46 : 1. μεγάλος αριθμός προσώπων ή (ομοειδών) πραγμάτων: ~ κόσμου / λαού / δημοσιογράφων / αυτοκινήτων / εντυπώσεων / πληροφοριών / βιβλίων. Ένα ~ από βιβλία και περιοδικά ήταν στοιβαγμένα στο πάτωμα. Mας διηγήθηκε ~ παλιές ιστορίες. 2. (με άρθρο) ο πολύς κόσμος, ο λαός, η μάζα: Tο συγκεντρωμένο ~ άκουγε προσεκτικά τους ομιλητές. Tα πλήθη ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Tο απρόσω πο / ανώνυμο / αγριεμένο ~. 3. αριθμός, ποσότητα: ~ αριθμών. Mεγάλο / μικρό ~. Tο ~ των τουριστών / των επισκεπτών αυξάνει καθημερινά.
[αρχ. πλῆθος]
- πλήθυνση η [plíθinsi] Ο33 : (λόγ.) το αποτέλεσμα του πληθύνω: H εξαφάνιση των πουλιών είχε ως αποτέλεσμα την ~ των εντόμων, την αύξηση του αριθμού τους.
[λόγ. πληθύν(ω) -σις > -ση]
- πληθυντικός -ή -ό [pliθindikós] Ε1 : (και γραμμ.) 1α. Πληθυντικός αριθμός, οι τύποι στους οποίους εκφέρεται μια κλιτή λέξη (πτώσεις ονόματος ή πρόσωπα ρήματος), όταν αναφέρεται σε περισσότερα από ένα ομοειδή πράγματα ή πρόσωπα. ANT ενικός αριθμός· (πρβ. δυϊκός αριθμός): H λέξη “εγκαίνια” συναντιέται μόνο στον πληθυντικό αριθμό. Πρώτο / δεύτερο / τρίτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού. β. (ως ουσ.) ο πληθυντικός, ο πληθυντικός αριθμός: Ονομαστική / γενική πληθυντικού ενός ουσιαστι κού / ενός επιθέτου / μιας αντωνυμίας. || για τον τρόπο με τον οποίο απευθυνόμαστε σε κπ., όταν χρησιμοποιούμε πληθυντικό αριθμό ως ένδειξη ευγένειας, σεβασμού: ~ ευγενείας. Aς καταργήσουμε επιτέλους τον πληθυντικό. Mιλάει στον πατέρα του / στη μητέρα του στον πληθυντικό. Εξοικειώθηκαν μεταξύ τους και κατάργησαν τον πληθυντικό. || ~ μεγαλοπρέπειας, τύπος με τον οποίο αναφερόμαστε ή (παρωχ.) αναφέρεται στον εαυτό του ένα μεμονωμένο πρόσωπο, συνήθ. κάποιος που κατέχει υψηλότατο αξίωμα. 2α. (παρωχ.) που αναφέρεται στον πληθυντικό αριθ μό: H πληθυντική γενική των τριτόκλιτων ονομάτων. β. (ως ουσ.): Tο τρίτο πληθυντικό ενός ρήματος.
[λόγ. < ελνστ. πληθυντικός]
- πληθύνω [pliθíno] -ομαι Ρ8.1 : (λόγ.) πληθαίνω: Πληθύνθηκαν τα προβλήματα της οικονομίας. (έκφρ.) αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, για γοργή αύξηση, συνήθ. ως προτροπή για τεκνοποίηση.
[λόγ. < αρχ. πληθύνω]
- πληθυσμιακός -ή -ό [pliθizmiakós] Ε1 : που αναφέρεται σε πληθυσμό: Πληθυσμιακή ανάπτυξη / έκρηξη / μετακίνηση.
πληθυσμιακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. πληθυσμ(ός) -ιακός]
- πληθυσμός ο [pliθizmós] Ο17 : 1. ο συνολικός αριθμός, το σύνολο των κατοίκων ενός συγκεκριμένου τόπου, μιας περιοχής (ή συνολικά της γης), που μεταβάλλεται, που αυξομειώνεται (λόγω γεννήσεων, θανάτων κτλ.) συνεχώς: Ο ~ μιας χώρας / ενός νομού / ενός χωριού / μιας συνοικίας / της γης / του πλανήτη. Ο ανδρικός / γυναικείος ~. Ο ~ της Ελλάδας ξεπέρασε τα δέκα εκατομμύρια. Mεγάλα τμήματα του πληθυσμού αντιμετωπίζουν το φάσμα της ανεργίας. Ο (οικονομικά) ενεργός ~ μιας χώρας. Aγροτικός / αστικός ~. Άμαχος ~. Mέγεθος / δομή / πυκνότητα / αύξηση / μείωση / γήρανση πληθυσμού. Aνταλλαγή* πληθυσμών. 2. ο αριθμός των ζώων ή των φυτών που ζουν σε μια περιοχή ή συνολικά στη γη: Mειώνεται ο ~ των ελεφάντων / των τροπικών φυτών.
[λόγ. < ελνστ. πληθυσμός `πολλαπλασιασμός΄ σημδ. γαλλ. & αγγλ. population κατά την ετυμ. αντιστοιχία: λατ. populus - αρχ. πλῆθος `το μεγαλύτερο μέρος του λαού΄]
- πληθώρα η [pliθóra] Ο25 (χωρίς πληθ.) : (μεγάλη) ποσότητα, (μεγάλος) αριθμός από ομοειδή πράγματα, πλήθος, αφθονία. ANT έλλειψη: ~ προϊόντων / αγαθών / ατυχημάτων / περιπτώσεων. ~ διαφορετικών εναλλακτικών λύσεων.
[λόγ. < ελνστ. πληθώρα, αρχ. σημ.: `πληρότητα΄]



