Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 162 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μυκηθμός ο [mikiθmós] Ο17 : (λόγ., για ζώο) το μούγκρισμα.
[λόγ. < αρχ. μυκηθμός]
- ξέστηθος -η -ο [kséstiθos] Ε5 : (οικ.) που έχει το στήθος του γυμνό, ξεστηθωμένος.
[ξεστηθ(ώνω) -ος (αναδρ. σχημ.)]
- ξεστήθωμα το [ksestíθoma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεστηθώνω.
[ξεστηθώ(νω) -μα]
- ξεστηθώνω [ksestiθóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) γυμνώνω το στήθος μου: Ξεστηθώθηκε και κάθισε στον ήλιο για να μαυρίσει.
[ξε- στήθ(ος) -ώνω]
- ξεστήθωτος -η -ο [ksestíθotos] Ε5 : (οικ.) που έχει γυμνό στήθος, ξέστηθος.
[ξεστηθώ(νω) -τος]
- ξεσυνηθίζω [ksesiniθízo] Ρ2.1α : ANT συνηθίζω. 1. παύω να έχω κάποια συνήθεια: Ξεσυνήθισα να κοιμάμαι το μεσημέρι. 2. χάνω την ευχέρεια, την ικανότητα που είχα να κάνω κτ.: Ξεσυνήθισα να κάνω ποδήλατο / να μιλάω γαλλικά. 3. ~ κπ., χάνω την οικειότητα που είχα με κπ. με τον οποίο είχα συχνή επαφή: Mε ξεσυνήθισε το παιδί, γιατί έχει καιρό να με δει.
[ξε- συνηθίζω]
- ξινήθρα η [ksiníθra] Ο25α : 1.είδος άγριου χόρτου με μικρά κίτρινα άνθη και ξινή γεύση. 2. (μτφ.) για άνθρωπο, κυρίως για γυναίκα, δύστροπο, γρουσούζη, στρυφνό: Παντρεύτηκε μια ~!
[ξιν(ός) -ήθρα]
- ορθόστηθος -η -ο [orθóstiθos] Ε5 : (λογοτ.) που έχει όρθιο στήθος: Ορθόστηθη γυναίκα, που οι μαστοί της είναι στητοί σε σχέση με το σώμα της.
[λόγ. ορθο- 1 + στήθ(ος) -ος]
- ουρήθρα η [uríθra] Ο25 : (ανατ.) ο πόρος που αρχίζει από την ουροδόχο κύστη και οδηγεί τα ούρα έξω από τον οργανισμό.
[λόγ. < αρχ. οὐρήθρα]
- περδικόστηθος -η -ο [perδikóstiθos] Ε5 (συνήθ. στο θηλ.) : που έχει στήθος στητό σαν της πέρδικας: Περδικόστηθες κοπέλες.
[πέρδικ(α) -ο- + στήθ(ος) -ος]



