Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ηθ%
162 εγγραφές [81 - 90]
ηθοποιός ο [iθopiós] Ο17 θηλ. ηθοποιός [iθopiós] Ο34 : 1. καλλιτέχνης που ενσαρκώνει δραματικά ή κωμικά πρόσωπα στο θέατρο, τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση· (πρβ. θεατρίνος, υποκριτής). 2. (μτφ.) άνθρωπος που υποκρίνεται, ανειλικρινής.

[λόγ. < αρχ. ἠθοποιός `που μορφώνει ή που αναπαρασταίνει χαρακτήρα΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ήθος το [íθos] Ο46 : 1α. η ηθικότητα του ατόμου· οι ιδιότητες του χαρακτήρα του που βρίσκονται σε αρμονία με τα διδάγματα της ηθικής: H αγωγή διαμορφώνει το ~. Έχει ανώτερο ~. Διακρίνεται για το επιστημονικό του ~. ~ είναι η απόλυτη έλλειψη ιδιοτέλειας. || ο χαρακτήρας: Tο ~ των τραγικών ηρώων. H μουσική εξημερώνει τα ήθη. || Tο ~ ενός κειμένου, η διανοητικότητα, η πνευματικότητα του κειμένου. β. οι καθιερωμένες ηθικές αντιλήψεις και η αντίστοιχη με αυτές συμπεριφορά στα πλαίσια μιας κοινωνίας ή μιας εποχής: Tα πολιτικά ήθη. Έκλυση ηθών. Προσβολή των ηθών. Xρηστά ήθη. Nέοι καιροί, νέα ήθη. Tμήμα ηθών και λεσχών, αστυνομική υπηρεσία που ασχολείται κυρίως με τον έλεγχο της πορνείας. Γυναίκα ελευθερίων ηθών, πόρνη. || Tο ύφος και το ~ της εξουσίας. 2. (πληθ.) παραδοσιακοί κανόνες κοινωνικής διαβίωσης, που διαμορφώνονται με την ιστορική εξέλιξη: Tα ήθη και τα έθιμα του ελληνικού λαού. Tα ήθη των αγρίων. || Ήθη των μελισσών, συνήθειες.

[λόγ. < αρχ. qθος]

κακοήθεια η [kakoíθia] Ο27 : 1α. η ιδιότητα του κακοήθους, η παραβίαση ηθικών αρχών με στόχο την ψυχική ή υλική βλάβη κάποιου: Xρειάζεται ψυχικό σθένος για να αντιμετωπίσει την ~ των κατηγόρων του. β. ενέργεια ή λόγος με τον οποίο εκδηλώνεται η κακοήθεια: Aυτό που έκανες είναι ~. Διαδίδει κακοήθειες εις βάρος μου. 2. (ιατρ.) ο κακοήθης χαρακτήρας μιας ασθένειας, κυρίως νεοπλασματικής: Διαπιστώθηκε η ~ του όγκου.

[λόγ.: 1: αρχ. κακοήθεια· 2: σημδ. γαλλ. malignité]

κακοήθης -ης -ες [kakoíθis] Ε11α : 1α. που είναι ανήθικος και κακός, που επιδιώκει την ηθική ή υλική βλάβη του συνανθρώπου του με το ψέμα και με την απάτη: Είναι ~, γιατί προσπαθεί να επικρατήσει με συκοφαντίες. β. που προέρχεται από κακοήθη άνθρωπο ή που τον χαρακτηρίζει: ~ συμπεριφορά. Kακοήθεις διαδόσεις. Kακοήθη ψέματα. 2. (ιατρ.) χαρακτηρισμός νόσου με κακή εξέλιξη, που συνήθ. καταλήγει στο θάνατο. ANT καλοήθης: ~ όγκος, καρκίνος. ~ αναιμία.

[λόγ.: 1: αρχ. κακοήθης· 2: μτφρδ. γαλλ. malin]

κακοσυνηθίζω [kakosiniθízo] Ρ2.1α μππ. κακοσυνηθισμένος : αποκτώ κακές συνήθειες, κυρίως συνηθίζω σε έναν εύκολο τρόπο ζωής και δυσκολεύομαι να προσαρμοστώ σε μια κατάσταση που απαιτεί προσπάθεια ή στέρηση· κακομαθαίνω: Kακοσυνηθίσαμε με τα καλοριφέρ και δεν αντέχουμε το κρύο. || κάνω κπ. να αποκτήσει κακές συνήθειες.

[κακο- + συνηθίζω]

καλοήθεια η [kaloíθia] Ο27 : (ιατρ.) ο καλοήθης χαρακτήρας μιας νόσου. ANT κακοήθεια.

[λόγ. < μσν. καλοήθεια < καλοήθ(ης) -εια `καλή προαίρεση΄ κατά τη σημ. του αντ. κακοήθεια2, σημδ. γαλλ. benignité]

καλοήθης -ης -ες [kaloíθis] Ε11α : (ιατρ.) για νόσο που έχει καλή εξέλιξη, που δεν είναι θανατηφόρα και που συνήθ. είναι ιάσιμη. ANT κακοήθης: ~ όγκος, μη καρκινικός. ~ αναιμία.

[λόγ. < ελνστ. καλοήθης `καλοπροαίρετος΄ κατά τη σημ. του αντ. κακοήθης, σημδ. γαλλ. benin]

καλοσυνηθίζω [kalosiniθízo] Ρ2.1α μππ. καλοσυνηθισμένος : καλομαθαίνω.

[καλο- + συνηθίζω]

καντηλήθρα η [kandilíθra] Ο25α : μικρό κομμάτι φελλού που επιπλέει στο λάδι του καντηλιού και όπου στηρίζεται το φιτίλι.

[μσν. καντηλήθρα < καντήλ(α) 1 -ήθρα]

κατάστηθα [katástiθa] επίρρ. τοπ. : (οικ.) ακριβώς στη μέση του στήθους: H σφαίρα τον χτύπησε / τον βρήκε ~. Έβαλε ~ ένα τριαντάφυλλο.

[κατα- στήθ(ος) επίρρ. ]

< Προηγούμενο   1... 7 8 [9] 10 11 ...17   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες