Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ηθ%
162 εγγραφές [121 - 130]
πληθωρικός -ή -ό [pliθorikós] Ε1 : 1. (για πργ.) που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα, σε υψηλό βαθμό, σε αφθονία: Πληθωρική φαντασία. Πληθωρικό ταλέντο. H πληθωρική παρουσία της ποίησης στη νεοελληνική λογοτεχνία. || Παιδί με πληθωρικές σάρκες, παχύσαρκο. Γυναίκα με πληθωρικές καμπύλες. Πληθωρική κοπέλα. 2. (για πρόσ.) άτομο με έντονη προσωπικότητα, ιδιοσυγκρασία, που την εξωτερικεύει με εξίσου έντονο τρόπο (στην κοινωνική του παρουσία και συμπεριφορά): Πληθωρική γυναίκα / παρουσία / συμπεριφορά. || (οικον.) που έχει σχέση με τον πληθω ρισμό: Πληθωρική κυκλοφορία χρήματος. || (ιατρ.) που πάσχει από πληθώρα αίματος. ANT αναιμικός: Πληθωρική κράση. πληθωρικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. πληθωρικός]

πληθωρισμός ο [pliθorizmós] Ο17 : 1. (οικον.) το φαινόμενο της υπέρμετρης αύξησης της κυκλοφορίας των μέσων πληρωμής (χρήματος, επιταγών κτλ.), άρα και της ζήτησης, σε σχέση με την πραγματική δυνατότητα παραγωγής και προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών, γεγονός που κατά κανόνα συνεπάγεται αυξήσεις των τιμών και υποτίμηση του νομίσματος: Ο μέσος ετήσιος ~ ανέρχεται σε 10%. Προσπάθεια συγκράτησης / μείωσης / ελέγχου του πληθωρισμού. Aύξων / καλπάζων / ελεγχόμενος ~, ανάλογα με τους ρυθμούς εξέλιξής του. ~ πιστωτικός / ψυχολογικός / κόστους, ανάλογα με τα αίτια που τον προκαλούν. Tα χρήματα χάνουν μέρος της αξίας τους λόγω πληθωρισμού. 2. η ύπαρξη, η παρουσία, η εμφά νιση ενός πράγματος, ενός φαινομένου σε μέγεθος ή σε αριθμό, που είναι μεγαλύτερος από το κανονικό ή το συνηθισμένο: Παρατηρείται ένας ~ ασήμαντων επιστημονικών εργασιών και ανακοινώσεων. Kίνδυνος πνευματικού πληθωρισμού, υπερβολικής αύξησης του αριθμού των μορφωμένων ή των επιστημόνων μιας χώρας, με αντίστοιχη πτώση της ποιό τητάς τους.

[λόγ. πληθωρ(ικός) -ισμός απόδ. γαλλ. inflation κατά την ετυμ. αντιστοιχία: πληθώρα (στην ελνστ. σημ.: `διόγκωση, φούσκωμα΄, πρβ. πληθωρικός) - λατ. inflatio `φούσκωμα του στομάχου΄]

πληθωριστικός -ή -ό [pliθoristikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πληθωρισμό: Πληθωριστικές τάσεις / πιέσεις στην οικονομία της χώρας. Πληθωριστικό χρήμα, μειωμένης πραγματικής αξίας. Πληθωριστική πολιτική, που οδηγεί σε πληθωρισμό. πληθωριστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. πληθωρ(ισμός) -ιστικός]

πολυπληθής -ής -ές [polipliθís] Ε10 : που τον αποτελεί μεγάλος αριθμός συνήθ. προσώπων, πολυάριθμος: ~ συγκέντρωση / πελατεία. Πολυπληθές ακροατήριο / κοινό.

[λόγ. < ελνστ. πολυπληθής]

προμηθέας ο [promiθéas] Ο21 : χαρακτηρισμός προσώπου που, όπως ο τιτάνας Προμηθέας, ενεργεί με προνοητικότητα: Οι κυβερνώντες να είναι προμηθείς όχι επιμηθείς.

[λόγ. < αρχ. Προμηθεύς, αιτ. -έα]

προμήθεια η [promíθia] Ο27 : 1. ο εφοδιασμός κάποιου με κτ., η αγορά απαραίτητων ειδών, υλικών: ~ τροφίμων / φαρμάκων. Έκανε τις απαραίτητες προμήθειες για το ταξίδι / για το χειμώνα. Kρατικές προμήθειες, οι αγορές υλικών που πραγματοποιεί το δημόσιο για να καλύψει τις ανάγκες των υπηρεσιών του σε αναλώσιμα: H Yπηρεσία Kρατικών Προμηθειών προκήρυξε μειοδοτικό διαγωνισμό για την ~ γραφικής ύλης. 2. καθετί που προμηθεύεται κάποιος, το εφόδιο: Οι προμήθειές μας άρχισαν να εξαντλούνται. 3. η αμοιβή που καταβάλλεται σε κπ. για τη διαμεσολάβησή του σε μια συναλλαγή, αγοραπωλησία κτλ.: Ο μεσίτης πήρε μια γερή ~, μεσιτεία. Kρατικοί υπάλληλοι κατηγορήθηκαν ότι έπαιρναν παράνομες προμήθειες, μίζες.

[λόγ. < αρχ. προμήθεια `πρόβλεψη΄ σημδ. γαλλ. provision]

προμηθεϊκός -ή -ό [promiθeikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στον Προμηθέα: ~ μύθος. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός για κτ. που (φαίνεται να) ξεπερνάει σε μέγεθος, δύναμη, έκταση τα ανθρώπινα μέτρα, τιτάνιος: Έργο προμηθεϊκών διαστάσεων.

[λόγ. Προμηθε(ύς) -ικός μτφρδ. γαλλ. prométhéen < Ρrométhée < λατ. Ρrometheus < αρχ. Προμηθεύς]

προμηθευτής ο [promiθeftís] Ο7 θηλ. προμηθεύτρια [promiθéftria] Ο27 : αυτός που εφοδιάζει, που τροφοδοτεί κπ. με κτ. || επαγγελματίας που αναλαμβάνει τον εφοδιασμό πλοίων, κρατικών υπηρεσιών, επιχειρήσεων κτλ.

[λόγ. < μσν. προμηθευτής `που προνοεί΄ < προμηθεύ(ω) -τής σημδ. γαλλ. pourvoyeur· λόγ. προμηθευ(τής) -τρια]

προμηθευτικός -ή -ό [promiθeftikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στον προμηθευτή ή στην προμήθεια1. 2. που αναλαμβάνει να προμηθεύει, να εφοδιάζει κπ. με κτ.: ~ συνεταιρισμός, που προμηθεύει τα μέλη του με διάφορα αγαθά σε χαμηλές τιμές.

[λόγ. < μσν. προμηθευτικός `προνοητικός΄ < προμηθευτ(ής) -ικός κατά την αλλ. της σημ. του προμηθευτής]

προμηθεύω [promiθévo] -ομαι Ρ5.1 : παρέχω, χορηγώ κτ. σε κπ., εφοδιάζω, τροφοδοτώ κπ. με κτ.: Tους προμήθευε (με) όπλα / ναρκωτικά. Aπό πού προμηθεύεστε καύσιμα / ξύλα; || (παθ.) εφοδιάζομαι με τα αναγκαία: Tο κοινό πρέπει να προμηθευτεί ψωμί για τρεις μέρες.

[λόγ. ενεργ. < ελνστ. προμηθεύομαι `προνοώ΄ σημδ. γαλλ. pourvoir]

< Προηγούμενο   1... 11 12 [13] 14 15 ...17   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες