Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 162 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηθογράφημα το [iθoγráfima] Ο49 : λογοτεχνικό ηθογραφικό κείμενο.
[λόγ. ηθογραφη- (ηθογραφώ) -μα]
- ηθογραφία η [iθoγrafía] Ο25 : λογοτεχνικό είδος που επιδιώκει να αναπαραστήσει πιστά τις εξωτερικές συνθήκες και τον τρόπο ζωής μιας ομάδας ανθρώπων σε ορισμένο τόπο και χρόνο: H ελληνική ~ αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. ~ του βουνού και της θάλασσας. Σατιρική ~. Iστορική ~. || αντίστοιχο είδος στη ζωγραφική.
[λόγ. ηθογράφ(ος) -ία με επίδρ. του γαλλ. éthographie `επιστήμη περιγραφική των ηθών΄ < éhto- = ηθο- + -graphie = -γραφία]
- ηθογραφικός -ή -ό [iθoγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην ηθογραφία: Hθογραφικό διήγημα / μυθιστόρημα.
[λόγ. ηθογράφ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. roman de mœurs `μυθιστόρημα ηθών΄, με επίδρ. του γαλλ. éthographique < éthograph(ie) (δες στο ηθογραφία) -ique = -ικός]
- ηθογράφος ο [iθoγráfos] Ο18 θηλ. ηθογράφος [iθoγráfos] Ο35 : λογοτέχνης που ασχολείται με την ηθογραφία.
[λόγ. < αρχ. ἠθογράφος `που περιγράφει χαρακτήρες΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ηθογραφώ [iθoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : για λογοτέχνη που ασχολείται με την ηθογραφία: Έγραφε πολύ χαριτωμένα διηγήματα, ηθογραφούσε πολύ πιστά.
[λόγ. < ελνστ. ἠθογραφῶ `περιγράφω χαρακτήρες΄]
- ηθολογία η [iθolojía] Ο25 : κλάδος της βιολογίας που μελετά την ενστικτώδη συμπεριφορά των ζώων.
[λόγ. < γαλλ. éthologie < étho- = ηθο- + -logie = -λογία]
- ηθολογικός -ή -ό [iθolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ηθολογία: Hθολογική έρευνα.
[λόγ. < γαλλ. éthologique < étholog(ie) = ηθολογ(ία) -ique = -ικός]
- ηθολόγος ο [iθolóγos] Ο18 θηλ. ηθολόγος [iθolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με την ηθολογία.
[λόγ. < γαλλ. éthologiste < étho(logie) = ηθο(λογία) -logiste = -λόγος (πρβ. ελνστ. ἠθολόγος `μίμος που παρασταίνει χαρακτήρες΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ηθοπλαστικός -ή -ό [iθoplastikós] Ε1 : που διαπλάθει το χαρακτήρα σύμφωνα με τα πρότυπα της ηθικής συμπεριφοράς: Hθοπλαστικά διηγήματα. Ο Σολωμός βλέπει την τέχνη ως ηθοπλαστική δύναμη. H ηθοπλαστική αξία του παιχνιδιού είναι μεγάλη.
[λόγ. ηθο- + -πλαστικός κατά το μυθοπλαστικός]
- ηθοποιία η [iθopiía] Ο25α : 1. η τέχνη του ηθοποιού· η υποκριτική τέχνη: H παράσταση είχε υψηλό επίπεδο ηθοποιίας. 2. (μτφ.) σκόπιμη και προσποιητή στάση, συμπεριφορά.
[λόγ. < ελνστ. ἠθοποιία `δημιουργία χαρακτήρα΄]



